σηρικός: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sirikos
|Transliteration C=sirikos
|Beta Code=shriko/s
|Beta Code=shriko/s
|Definition=ή, όν, (Σήρ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Seric]], [[silken]], ἐσθής <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>63</span>; <b class="b3">παραπετάσματα, σκευή</b>, <span class="bibl">D.C.43.24</span>, <span class="bibl">59.26</span>; νῆμα Gal.10.942 (pl.), <span class="bibl">Hld.2.31</span>; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as Subst., σηρικόν, τό, [[silken robe]], [[silk]], Apoc.18.12 (v.l. [[σιρικόν]]), <b class="b2">Peripl.M. Rubr</b>.49; in pl., Nearch. ap. <span class="bibl">Str.15.1.20</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">σηρικά, τά</b>, [[jujubes]], Gal.6.614, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.81</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">σηρικόν</b> (fort. <b class="b3">συρικόν</b>), τό, a <b class="b2">red pigment</b>, Olymp.Alch.<span class="bibl">p.76</span> B., <span class="bibl">Zos.Alch. p.248</span> B.; <b class="b2">Syricum pigmentum, quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt</b>, Isid.<span class="title">Etym.</span>19.17.6 (where it is distd. from <span class="title">Sericum</span>).</span>
|Definition=σηρική, σηρικόν, ([[Σήρ]])<br><span class="bld">A</span> [[Seric]], [[silken]], ἐσθής Luc.''Salt.''63; [[παραπετάσματα]], [[σκευή]], D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as [[substantive]], σηρικόν, τό, [[silken robe]], [[silk]], Apoc.18.12 ([[varia lectio|v.l.]] [[σιρικόν]]), Peripl.M. Rubr.49; in plural, Nearch. ap. Str.15.1.20.<br><span class="bld">2</span> [[σηρικά]], τά, [[jujubes]], Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81.<br><span class="bld">3</span> [[σηρικόν]] (fort. [[συρικόν]]), τό, a [[red pigment]], Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; [[Syricum pigmentum]], [[quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt]], Isid.''Etym.''19.17.6 (where it is distinguished from ''Sericum'').
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σηρῐκός''': -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. [[βύσσος]]), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· [[νῆμα]] Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη [[ἐσθής]], [[μέταξα]], Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.
|btext=ή, όν :<br />[[de soie]].<br />'''Étymologie:''' [[σήρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] [[zijden]], [[van zijde]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />de soie.<br />'''Étymologie:''' [[σήρ]].
|elrutext='''σηρικός:''' [[шелковый]] ([[ἐσθής]] Luc.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σηρικός:''' шелковый ([[ἐσθής]] Luc.).
|lstext='''σηρῐκός''': -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. [[βύσσος]]), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· [[νῆμα]] Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη [[ἐσθής]], [[μέταξα]], Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.
}}
{{elnl
|elnltext=σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηρῐκός Medium diacritics: σηρικός Low diacritics: σηρικός Capitals: ΣΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sērikós Transliteration B: sērikos Transliteration C: sirikos Beta Code: shriko/s

English (LSJ)

σηρική, σηρικόν, (Σήρ)
A Seric, silken, ἐσθής Luc.Salt.63; παραπετάσματα, σκευή, D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as substantive, σηρικόν, τό, silken robe, silk, Apoc.18.12 (v.l. σιρικόν), Peripl.M. Rubr.49; in plural, Nearch. ap. Str.15.1.20.
2 σηρικά, τά, jujubes, Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81.
3 σηρικόν (fort. συρικόν), τό, a red pigment, Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; Syricum pigmentum, quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt, Isid.Etym.19.17.6 (where it is distinguished from Sericum).

German (Pape)

[Seite 876] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de soie.
Étymologie: σήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde.

Russian (Dvoretsky)

σηρικός: шелковый (ἐσθής Luc.).

English (Strong)

from Ser (an Indian tribe from whom silk was procured; hence the name of the silk-worm); Seric, i.e. silken (neuter as noun, a silky fabric): silk.

Greek Monolingual

και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ, σηρός]] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν
α) μεταξωτό ένδυμα
β) το κόκκινο χρώμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά
τά τζίτζιφα.

Greek Monotonic

σηρῐκός: -ή, -όν (Σήρ), σηρικός (ο προερχόμενος από τους Σήρες), δηλ. ο μεταξωτός, σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή σιρικόν, τό, μεταξωτό ένδυμα, μετάξι, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

σηρῐκός: -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. βύσσος), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· νῆμα Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη ἐσθής, μέταξα, Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.

Middle Liddell

σηρῐκός, ή, όν [Σήρ]
Seric, silken, Luc.:—Subst., σηρικόν, or σιρικόν, οῦ, a silken robe, silk, NTest.

Chinese

原文音譯:shrikÒj 些里可士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:絲
字義溯源:絲的,絲綢,絲製的,綢子;源自(σήπω)X*=絲)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 絲綢(1) 啓18:12