καταβιάζω: Difference between revisions
(nl) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataviazo | |Transliteration C=kataviazo | ||
|Beta Code=katabia/zw | |Beta Code=katabia/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[subdue by force]], Anon.Hist.(''FGrH''160) ''Fr.''1 i 2 (iii B. C.); τὴν ψυχήν Ph.1.685:—more freq. in Med., [[constrain]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς Th.4.123; τὴν πόλιν App.''BC''2.28, cf. Eun.''Hist.''p.259 D.; Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e; <b class="b3">τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ.</b> ib.75f.<br><span class="bld">2</span> [[contend]], [[strive to show]], ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο Eun.''Hist.''p.256 D.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be forced]], Plu.''Thes.''11, Id.2.639f; ([[νούσημα]]) <b class="b3">ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον</b>, of a [[chronic]] disease, Hp.''Morb. Sacr.''2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[forcer]], [[contraindre]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβιάζω''': βιαίως [[ὑποτάσσω]], Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., [[βιάζω]], παραβιάζω, [[ἀναγκάζω]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· [[νούσημα]] ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46. | |lstext='''καταβιάζω''': βιαίως [[ὑποτάσσω]], Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., [[βιάζω]], παραβιάζω, [[ἀναγκάζω]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· [[νούσημα]] ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταβιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υποτάσσω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]], [[παραβιάζω]]<br /><b>3.</b> [[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να αποδείξω<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) <i>καταβεβιασμένον</i><br />(για χρόνιο [[νόσημα]]) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν [[εἶναι]]... [[ὅταν]] μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου | |mltxt=[[καταβιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υποτάσσω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]], [[παραβιάζω]]<br /><b>3.</b> [[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να αποδείξω<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) <i>καταβεβιασμένον</i><br />(για χρόνιο [[νόσημα]]) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν [[εἶναι]]... [[ὅταν]] μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον ἔῃ», Ιπποκρ.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα- | |elnltext=κατα-βιάζω meestal med. (be)dwingen, overweldigen:; καταβιασάσθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς de meerderheid tegen haar zin hun wil opleggen Thuc. 4.123.2; geneesk.: νόσημα... ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον een ziekte die door de lange duur overweldigend is geworden Hp. MS 5. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
A subdue by force, Anon.Hist.(FGrH160) Fr.1 i 2 (iii B. C.); τὴν ψυχήν Ph.1.685:—more freq. in Med., constrain, καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς Th.4.123; τὴν πόλιν App.BC2.28, cf. Eun.Hist.p.259 D.; Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e; τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ. ib.75f.
2 contend, strive to show, ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο Eun.Hist.p.256 D.
II Pass., to be forced, Plu.Thes.11, Id.2.639f; (νούσημα) ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, of a chronic disease, Hp.Morb. Sacr.2.
French (Bailly abrégé)
forcer, contraindre.
Étymologie: κατά, βιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιάζω: βιαίως ὑποτάσσω, Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., βιάζω, παραβιάζω, ἀναγκάζω, καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· νούσημα ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46.
Greek Monolingual
καταβιάζω (Α)
1. υποτάσσω βίαια
2. αναγκάζω, παραβιάζω
3. αγωνίζομαι, προσπαθώ να αποδείξω
4. (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) καταβεβιασμένον
(για χρόνιο νόσημα) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν εἶναι... ὅταν μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον ἔῃ», Ιπποκρ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βιάζω meestal med. (be)dwingen, overweldigen:; καταβιασάσθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς de meerderheid tegen haar zin hun wil opleggen Thuc. 4.123.2; geneesk.: νόσημα... ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον een ziekte die door de lange duur overweldigend is geworden Hp. MS 5.