καταβιάζω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataviazo
|Transliteration C=kataviazo
|Beta Code=katabia/zw
|Beta Code=katabia/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[subdue by force]], Anon.Hist.(<span class="title">FGrH</span>160) <span class="title">Fr.</span>1 i 2 (iii B. C.); τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ph.1.685</span>:—more freq. in Med., [[constrain]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς <span class="bibl">Th.4.123</span>; τὴν πόλιν <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.28</span>, cf. <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.259</span> D.; Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e; <b class="b3">τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ</b>. ib.75f. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[contend]], [[strive to show]], ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.256</span> D. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., to [[be forced]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>11</span>, Id.2.639f; [<b class="b3">νούσημα</b>] <b class="b3">ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον</b>, of a [[chronic]] disease, Hp.<span class="title">Morb. Sacr.</span>2.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[subdue by force]], Anon.Hist.(''FGrH''160) ''Fr.''1 i 2 (iii B. C.); τὴν ψυχήν Ph.1.685:—more freq. in Med., [[constrain]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς Th.4.123; τὴν πόλιν App.''BC''2.28, cf. Eun.''Hist.''p.259 D.; Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e; <b class="b3">τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ.</b> ib.75f.<br><span class="bld">2</span> [[contend]], [[strive to show]], ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο Eun.''Hist.''p.256 D.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be forced]], Plu.''Thes.''11, Id.2.639f; ([[νούσημα]]) <b class="b3">ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον</b>, of a [[chronic]] disease, Hp.''Morb. Sacr.''2.
}}
{{bailly
|btext=[[forcer]], [[contraindre]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβιάζω''': βιαίως [[ὑποτάσσω]], Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., [[βιάζω]], παραβιάζω, [[ἀναγκάζω]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· [[νούσημα]] ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46.
|lstext='''καταβιάζω''': βιαίως [[ὑποτάσσω]], Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., [[βιάζω]], παραβιάζω, [[ἀναγκάζω]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· [[νούσημα]] ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46.
}}
{{bailly
|btext=forcer, contraindre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υποτάσσω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]], [[παραβιάζω]]<br /><b>3.</b> [[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να αποδείξω<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) <i>καταβεβιασμένον</i><br />(για χρόνιο [[νόσημα]]) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν [[εἶναι]]... [[ὅταν]] μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῡ καταβεβιασμένον ἔῃ», Ιπποκρ.).
|mltxt=[[καταβιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υποτάσσω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]], [[παραβιάζω]]<br /><b>3.</b> [[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να αποδείξω<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) <i>καταβεβιασμένον</i><br />(για χρόνιο [[νόσημα]]) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν [[εἶναι]]... [[ὅταν]] μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον ἔῃ», Ιπποκρ.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-βιάζω meestal med. (be)dwingen, overweldigen:; καταβιασάσθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς de meerderheid tegen haar zin hun wil opleggen Thuc. 4.123.2; geneesk.: νόσημα... ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον een ziekte die door de lange duur overweldigend is geworden Hp. MS 5.
|elnltext=κατα-βιάζω meestal med. (be)dwingen, overweldigen:; καταβιασάσθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς de meerderheid tegen haar zin hun wil opleggen Thuc. 4.123.2; geneesk.: νόσημα... ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον een ziekte die door de lange duur overweldigend is geworden Hp. MS 5.
}}
}}

Latest revision as of 10:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβῐάζω Medium diacritics: καταβιάζω Low diacritics: καταβιάζω Capitals: ΚΑΤΑΒΙΑΖΩ
Transliteration A: katabiázō Transliteration B: katabiazō Transliteration C: kataviazo Beta Code: katabia/zw

English (LSJ)

A subdue by force, Anon.Hist.(FGrH160) Fr.1 i 2 (iii B. C.); τὴν ψυχήν Ph.1.685:—more freq. in Med., constrain, καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς Th.4.123; τὴν πόλιν App.BC2.28, cf. Eun.Hist.p.259 D.; Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e; τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ. ib.75f.
2 contend, strive to show, ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο Eun.Hist.p.256 D.
II Pass., to be forced, Plu.Thes.11, Id.2.639f; (νούσημα) ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, of a chronic disease, Hp.Morb. Sacr.2.

French (Bailly abrégé)

forcer, contraindre.
Étymologie: κατά, βιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταβιάζω: βιαίως ὑποτάσσω, Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., βιάζω, παραβιάζω, ἀναγκάζω, καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· νούσημα ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46.

Greek Monolingual

καταβιάζω (Α)
1. υποτάσσω βίαια
2. αναγκάζω, παραβιάζω
3. αγωνίζομαι, προσπαθώ να αποδείξω
4. (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) καταβεβιασμένον
(για χρόνιο νόσημα) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν εἶναι... ὅταν μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον ἔῃ», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βιάζω meestal med. (be)dwingen, overweldigen:; καταβιασάσθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς de meerderheid tegen haar zin hun wil opleggen Thuc. 4.123.2; geneesk.: νόσημα... ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον een ziekte die door de lange duur overweldigend is geworden Hp. MS 5.