φλιά: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flia | |Transliteration C=flia | ||
|Beta Code=flia/ | |Beta Code=flia/ | ||
|Definition=(later | |Definition=(later [[φλειά]], prob. in ''Jahresh.''28.54 (Oropus, i B. C.)), ἡ, mostly in plural [[φλιαί]],<br><span class="bld">A</span> [[doorposts]], [[jambs]], Od.17.221, Bion 1.87, [[LXX]] ''De.''6.9, Plb.12.11.2, J.''AJ''5.8.10: in sg., ''IG''12.386.6, Theoc.23.18; παρὰ φλιῇ Call.''Iamb.''1.220; τὸ ψάφισμα.. ἀναγράψαι ἐς τὰν φλιάν ''IG''12(3).170.24 (Astypalaea), cf. 12(7).237.50 (Amorgos).<br><span class="bld">2</span> [[lintel]], A.R.3.278; τᾶς φ. καθ' ὑπέρτερον Theoc.2.60.<br><span class="bld">3</span> [[standing posts in which a windlass works]], Hp.''Art.''47.<br><span class="bld">4</span> [[support]], φ. πιοειδής Ruf. ap. Orib.49.27.7, cf. Hp.''Art.''73. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] ἡ, Thürpfeiler, Thürpfosten; Od. 17, 221; Artem. 2 (XII, 124); Hippocr.; Theocr. 2, 60. 23, 18; τῶν νεῶν Pol. 12, 12, 2; Einige erklärten es auch durch [[πρόθυρον]], Gell. N. A. 16, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] ἡ, Thürpfeiler, Thürpfosten; Od. 17, 221; Artem. 2 (XII, 124); Hippocr.; Theocr. 2, 60. 23, 18; τῶν νεῶν Pol. 12, 12, 2; Einige erklärten es auch durch [[πρόθυρον]], Gell. N. A. 16, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />jambage <i>ou</i> montant d'une porte.<br />'''Étymologie:''' DELG mot techn. sans étym. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλῑά:''' ион. φλῑή ἡ [[дверная стойка]], [[косяк]] Hom. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλῑά''': ἡ, ἐν τῷ πληθ. φλιαί, σταθμοί, αἱ παραστάδες τῶν θυρῶν, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] ὀρθὰ ξύλα, Ὀδ. Ρ. 221, Βίων Ι. 87, Πολύβ. 12. 12, 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5, 8, 10, Ἑβδ. (Δευτ. Ϛ΄, 9)· ἐν τῷ ἑνικ. Θεόκρ. 23. 18· τὸ ψάφισμα... ἀναγράψαι ἐς τὴν φλιὰν Δωρ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2484. 24, πρβλ. 2363· ― παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 278, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ [[ἀνώφλιον]]· οὕτω δὲ καὶ παρὰ τῷ Θεοκρίτῳ 2. 60 καὶ τῇ Δωρικ. Ἐπιγραφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) τὰ ὀρθὰ ξύλα ἐν οἷς κινεῖται ἡ βαρουλκὸς [[μηχανή]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, 834. | |lstext='''φλῑά''': ἡ, ἐν τῷ πληθ. φλιαί, σταθμοί, αἱ παραστάδες τῶν θυρῶν, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] ὀρθὰ ξύλα, Ὀδ. Ρ. 221, Βίων Ι. 87, Πολύβ. 12. 12, 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5, 8, 10, Ἑβδ. (Δευτ. Ϛ΄, 9)· ἐν τῷ ἑνικ. Θεόκρ. 23. 18· τὸ ψάφισμα... ἀναγράψαι ἐς τὴν φλιὰν Δωρ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2484. 24, πρβλ. 2363· ― παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 278, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ [[ἀνώφλιον]]· οὕτω δὲ καὶ παρὰ τῷ Θεοκρίτῳ 2. 60 καὶ τῇ Δωρικ. Ἐπιγραφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) τὰ ὀρθὰ ξύλα ἐν οἷς κινεῖται ἡ βαρουλκὸς [[μηχανή]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, 834. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[φλειά]] Α<br />[[κατώφλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραστάδα]] πόρτας<br /><b>2.</b> [[παραστάδα]] ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν | |mltxt=η, ΝΑ, και [[φλειά]] Α<br />[[κατώφλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραστάδα]] πόρτας<br /><b>2.</b> [[παραστάδα]] ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῦ βάθρου [[ὄρθια]] ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.)<br /><b>3.</b> [[ανώφλι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φλιή, [[πρόθυρον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. της γεν. πληθ. <i>pirijao</i>. Παρά τη μορφολογική [[ομοιότητα]], η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με το ρ. [[φλίω]]. Η λ. διατηρείται και στη Νέα Ελληνική και ως απλή [[αλλά]] και στα σύνθ. <i>ανώ</i>-<i>φλι</i>, <i>κατώ</i>-<i>φλι</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φλῑά:''' μεταγεν. [[φλειά]], ἡ, σε πληθ. <i>φλιαί</i>, = <i>σταθμοί</i>, παραστάδες των [[θυρών]], όρθιες θύρες, σε Ομήρ. Οδ., Βίωνα· σε ενικ., σε Θεόκρ. | |lsmtext='''φλῑά:''' μεταγεν. [[φλειά]], ἡ, σε πληθ. <i>φλιαί</i>, = <i>σταθμοί</i>, παραστάδες των [[θυρών]], όρθιες θύρες, σε Ομήρ. Οδ., Βίωνα· σε ενικ., σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φλιά''': {phliá}<br />'''Forms''': (ι und ι; später -ειά), ion. -ιή, meist pl. -ιαί; myk. ''pi''-''ri''-''ja''-''o'' Gen. pl. ?, auch -ειοί m. pl.<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Türpfeiler]], [[Türpfosten]], auch [[Türstock]], [[Oberbalken]], [[Oberschwelle]] (ρ 221, hell.u.sp.); [[Pfosten]], z.B. einer Hebewinde (Hp., Ruf. ap. Orib.).<br />'''Derivative''': Davon περιφλ[ίωμα] n. [[Umrahmung]] (Aphrodisias II<sup>p</sup>), [[ἀνώφλιον]] [[Türsturz]], κατώφλιον [[Schwelle]]; s. Wilhelm Jahresh. d. Österr. Arch. Inst. 28, 54 ff.<br />'''Etymology''' : Technisches Wort ohne Etymologie.<br />'''Page''' 2,1027 | |ftr='''φλιά''': {phliá}<br />'''Forms''': (ι und ι; später -ειά), ion. -ιή, meist pl. -ιαί; myk. ''pi''-''ri''-''ja''-''o'' Gen. pl. ?, auch -ειοί m. pl.<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Türpfeiler]], [[Türpfosten]], auch [[Türstock]], [[Oberbalken]], [[Oberschwelle]] (ρ 221, hell.u.sp.); [[Pfosten]], z.B. einer Hebewinde (Hp., Ruf. ap. Orib.).<br />'''Derivative''': Davon περιφλ[ίωμα] n. [[Umrahmung]] (Aphrodisias II<sup>p</sup>), [[ἀνώφλιον]] [[Türsturz]], κατώφλιον [[Schwelle]]; s. Wilhelm Jahresh. d. Österr. Arch. Inst. 28, 54 ff.<br />'''Etymology''': Technisches Wort ohne Etymologie.<br />'''Page''' 2,1027 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=καί πληθ. φλιαί (=οἱ παραστάδες τῆς πόρτας). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[jamba]] de una habitación καθᾶρον τὰς φλιὰς τοῦ κοιτῶνος, ἐν ᾧ ἁγνεύεις <b class="b3">purifica las jambas de la habitación en la que te mantienes puro</b> P II 151 ἐπίγραφε τὰ γραφόμενα ταῦτα χαλκῷ γραφείῳ εἰς τὴν δεξιὰν φλιάν <b class="b3">graba los nombres siguientes con un estilo de bronce en la jamba derecha</b> P II 153 P II 155 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
(later φλειά, prob. in Jahresh.28.54 (Oropus, i B. C.)), ἡ, mostly in plural φλιαί,
A doorposts, jambs, Od.17.221, Bion 1.87, LXX De.6.9, Plb.12.11.2, J.AJ5.8.10: in sg., IG12.386.6, Theoc.23.18; παρὰ φλιῇ Call.Iamb.1.220; τὸ ψάφισμα.. ἀναγράψαι ἐς τὰν φλιάν IG12(3).170.24 (Astypalaea), cf. 12(7).237.50 (Amorgos).
2 lintel, A.R.3.278; τᾶς φ. καθ' ὑπέρτερον Theoc.2.60.
3 standing posts in which a windlass works, Hp.Art.47.
4 support, φ. πιοειδής Ruf. ap. Orib.49.27.7, cf. Hp.Art.73.
German (Pape)
[Seite 1292] ἡ, Thürpfeiler, Thürpfosten; Od. 17, 221; Artem. 2 (XII, 124); Hippocr.; Theocr. 2, 60. 23, 18; τῶν νεῶν Pol. 12, 12, 2; Einige erklärten es auch durch πρόθυρον, Gell. N. A. 16, 5.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
jambage ou montant d'une porte.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym.
Russian (Dvoretsky)
φλῑά: ион. φλῑή ἡ дверная стойка, косяк Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
φλῑά: ἡ, ἐν τῷ πληθ. φλιαί, σταθμοί, αἱ παραστάδες τῶν θυρῶν, τὰ ἑκατέρωθεν ὀρθὰ ξύλα, Ὀδ. Ρ. 221, Βίων Ι. 87, Πολύβ. 12. 12, 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5, 8, 10, Ἑβδ. (Δευτ. Ϛ΄, 9)· ἐν τῷ ἑνικ. Θεόκρ. 23. 18· τὸ ψάφισμα... ἀναγράψαι ἐς τὴν φλιὰν Δωρ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2484. 24, πρβλ. 2363· ― παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 278, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἀνώφλιον· οὕτω δὲ καὶ παρὰ τῷ Θεοκρίτῳ 2. 60 καὶ τῇ Δωρικ. Ἐπιγραφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) τὰ ὀρθὰ ξύλα ἐν οἷς κινεῖται ἡ βαρουλκὸς μηχανή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, 834.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και φλειά Α
κατώφλι
αρχ.
1. παραστάδα πόρτας
2. παραστάδα ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῦ βάθρου ὄρθια ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.)
3. ανώφλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «φλιή, πρόθυρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο οποίος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. της γεν. πληθ. pirijao. Παρά τη μορφολογική ομοιότητα, η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με το ρ. φλίω. Η λ. διατηρείται και στη Νέα Ελληνική και ως απλή αλλά και στα σύνθ. ανώ-φλι, κατώ-φλι].
Greek Monotonic
φλῑά: μεταγεν. φλειά, ἡ, σε πληθ. φλιαί, = σταθμοί, παραστάδες των θυρών, όρθιες θύρες, σε Ομήρ. Οδ., Βίωνα· σε ενικ., σε Θεόκρ.
Middle Liddell
φλῑά, ἡ,
in pl. φλιαί, = σταθμοί, the doorposts, jambs, Od., Bion.; in sg., Theocr.
Frisk Etymology German
φλιά: {phliá}
Forms: (ι und ι; später -ειά), ion. -ιή, meist pl. -ιαί; myk. pi-ri-ja-o Gen. pl. ?, auch -ειοί m. pl.
Grammar: f.
Meaning: Türpfeiler, Türpfosten, auch Türstock, Oberbalken, Oberschwelle (ρ 221, hell.u.sp.); Pfosten, z.B. einer Hebewinde (Hp., Ruf. ap. Orib.).
Derivative: Davon περιφλ[ίωμα] n. Umrahmung (Aphrodisias IIp), ἀνώφλιον Türsturz, κατώφλιον Schwelle; s. Wilhelm Jahresh. d. Österr. Arch. Inst. 28, 54 ff.
Etymology: Technisches Wort ohne Etymologie.
Page 2,1027
Mantoulidis Etymological
καί πληθ. φλιαί (=οἱ παραστάδες τῆς πόρτας). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Léxico de magia
ἡ jamba de una habitación καθᾶρον τὰς φλιὰς τοῦ κοιτῶνος, ἐν ᾧ ἁγνεύεις purifica las jambas de la habitación en la que te mantienes puro P II 151 ἐπίγραφε τὰ γραφόμενα ταῦτα χαλκῷ γραφείῳ εἰς τὴν δεξιὰν φλιάν graba los nombres siguientes con un estilo de bronce en la jamba derecha P II 153 P II 155