λώτινος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lotinos
|Transliteration C=lotinos
|Beta Code=lw/tinos
|Beta Code=lw/tinos
|Definition=η, ον, ([[λωτός]] III. I) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lotus]], ξύλον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.2.9</span>, <span class="bibl">5.5.6</span>; χόρτος <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.432.3</span> (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b2">made of lotus-wood</b>, ὑποθυμίδες <span class="bibl">Anacr.39</span>; κολεόν, μέγα λ. ἔργον <span class="bibl">Theoc.24.45</span>; <b class="b3">λ. αὐλοί</b> (cf. [[λωτός]] III. ''1'' a, b) <span class="bibl">Ath.4.182d</span>: hence <b class="b3">λ. ἀηδόνες</b>, of flutes, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>931</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[covered with lotus]], ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[made of the flowers of Nymphaea Nelumbo]] (cf. [[λωτός]] II), στέφανος <span class="bibl">Ath.15.677d</span>.</span>
|Definition=η, ον, ([[λωτός]] III. I)<br><span class="bld">A</span> [[lotus]], ξύλον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.2.9, 5.5.6; χόρτος ''PSI''4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76.<br><span class="bld">II</span> [[made of lotus-wood]], ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; <b class="b3">λ. αὐλοί</b> (cf. [[λωτός]] III. ''1'' a, b) Ath.4.182d: hence <b class="b3">λ. ἀηδόνες</b>, of flutes, E.''Fr.''931.<br><span class="bld">2</span> [[covered with lotus]], ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel.<br><span class="bld">3</span> [[made of the flowers of Nymphaea nelumbo]] (cf. [[λωτός]] II), στέφανος Ath.15.677d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] von Lotos gemacht, von Lotus; [[ξύλον]], Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; [[ἔργον]], Theocr. 24, 45.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] von Lotos gemacht, von Lotus; [[ξύλον]], Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; [[ἔργον]], Theocr. 24, 45.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[fait en bois de lotus]].<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λώτῐνος:''' [[сделанный из древесины лотоса]] ([[κολεός]] Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] μεγαλώνιμος).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λώτῐνος''': -η, -ον, ([[λωτὸς]]) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39· [[κολεός]], μέγα λ. [[ἔργον]] Θεόκρ. 24. 45· λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας· τοὺς αὐλούς».
|lstext='''λώτῐνος''': -η, -ον, ([[λωτὸς]]) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39· [[κολεός]], μέγα λ. [[ἔργον]] Θεόκρ. 24. 45· λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας· τοὺς αὐλούς».
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait en bois de lotus.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>λώτῐνος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> made of [[lotus]] [[wood]] αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14.
|sltr=<b>λώτῐνος</b> made of [[lotus]] [[wood]] αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λώτῐνος:''' -η, -ον ([[λωτός]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] λωτού, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λώτῐνος:''' -η, -ον ([[λωτός]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] λωτού, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λώτῐνος:''' сделанный из древесины лотоса ([[κολεός]] Theocr. - v. l. μεγαλώνιμος).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λώτῐνος, η, ον [[λωτός]]<br />made of [[lotus]]-[[wood]], Theocr.
|mdlsjtxt=λώτῐνος, η, ον [[λωτός]]<br />made of [[lotus]]-[[wood]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτῐνος Medium diacritics: λώτινος Low diacritics: λώτινος Capitals: ΛΩΤΙΝΟΣ
Transliteration A: lṓtinos Transliteration B: lōtinos Transliteration C: lotinos Beta Code: lw/tinos

English (LSJ)

η, ον, (λωτός III. I)
A lotus, ξύλον Thphr. HP 4.2.9, 5.5.6; χόρτος PSI4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76.
II made of lotus-wood, ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr.931.
2 covered with lotus, ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel.
3 made of the flowers of Nymphaea nelumbo (cf. λωτός II), στέφανος Ath.15.677d.

German (Pape)

[Seite 76] von Lotos gemacht, von Lotus; ξύλον, Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; ἔργον, Theocr. 24, 45.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait en bois de lotus.
Étymologie: λωτός.

Russian (Dvoretsky)

λώτῐνος: сделанный из древесины лотоса (κολεός Theocr. - v.l. μεγαλώνιμος).

Greek (Liddell-Scott)

λώτῐνος: -η, -ον, (λωτὸς) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39· κολεός, μέγα λ. ἔργον Θεόκρ. 24. 45· λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας· τοὺς αὐλούς».

English (Slater)

λώτῐνος made of lotus wood αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14.

Greek Monolingual

λώτινος, -ίνη, -ον (Α) λωτός
1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτόςλώτινον ξύλον», Θεόφρ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.)
3. ο κατάφυτος από λωτούς («λώτινοι ὄχθοι Ἀχέροντος», Σαπφ.)
4. ο κατασκευασμένος με γαλάζια άνθη της νυμφαίας λωτού («στέφανος λώτινος», Αθήν.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώτινον
ονομασία διαφόρων δένδρων και θάμνων της Λιβύης, αλλ. λωτός
6. φρ. «λώτιναι ἀηδόνες»
μτφ. οι αυλοί.

Greek Monotonic

λώτῐνος: -η, -ον (λωτός), φτιαγμένος από ξύλο λωτού, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λώτῐνος, η, ον λωτός
made of lotus-wood, Theocr.