ἐπικοπή: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikopi | |Transliteration C=epikopi | ||
|Beta Code=e)pikoph/ | |Beta Code=e)pikoph/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cutting]] [[close]], [[pollarding]], of trees, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.17.3.<br><span class="bld">2</span>. [[cutting down]], [[felling]], <b class="b3">μιᾶς ἐπικοπῆς εἶναι</b> fall by a single [[blow]], D.C.38.50, 49.29 (owing to [[falsa lectio|f.l.]] in Th.5.103).<br><span class="bld">3</span>. in building, [[dressing]], [[trimming]] face of blocks of masonry, ἐπικόπτων τὰς ἐπικοπάς ''BCH''35.43 (Delos), cf. ''IG'' 7.3073.71 (Lebad.); <b class="b3">ἐ. στρωτήρων</b> ib.4.1484.235 (Epid.).<br><span class="bld">II</span>. [[interruption]], Philostr.''VS''2.30. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0951.png Seite 951]] ἡ, das Beschneiden, Köpfen der Bäume, Theophr.; der Schlag, neben τραύματα, Dio Cass. 49, 29. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπικοπή''': ἡ, ἐπικοπὴ [[εἶναι]] [[ὅταν]] τις κόψῃ τοὺς κλάδους δένδρου καὶ καταλίπῃ μόνον τὸ [[στέλεχος]], «καλοῦσι δὲ ἐπικοπὴν [[ὅταν]] ἀφαιρεθείσης τῆς [[κόμης]] ἐπικόψῃ τις τὸ [[ἄκρον]]» Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 17, 3· μιᾶς ἐπικοπῆς, μὲ ἓν [[κτύπημα]], Δίων Κ. 38. 50., 49. 29. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπικοπή]], ἡ (Α) [[επικόπτω]]<br /><b>1.</b> [[κόψιμο]], [[αποκοπή]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[κλάδεμα]] δέντρων<br /><b>3.</b> [[χτύπημα]] για να αποκόψει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[κόψιμο]] δέντρων, [[υλοτομία]]<br /><b>5.</b> (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη [[πλευρά]]<br /><b>6.</b> [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A cutting close, pollarding, of trees, Thphr. CP 5.17.3.
2. cutting down, felling, μιᾶς ἐπικοπῆς εἶναι fall by a single blow, D.C.38.50, 49.29 (owing to f.l. in Th.5.103).
3. in building, dressing, trimming face of blocks of masonry, ἐπικόπτων τὰς ἐπικοπάς BCH35.43 (Delos), cf. IG 7.3073.71 (Lebad.); ἐ. στρωτήρων ib.4.1484.235 (Epid.).
II. interruption, Philostr.VS2.30.
German (Pape)
[Seite 951] ἡ, das Beschneiden, Köpfen der Bäume, Theophr.; der Schlag, neben τραύματα, Dio Cass. 49, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικοπή: ἡ, ἐπικοπὴ εἶναι ὅταν τις κόψῃ τοὺς κλάδους δένδρου καὶ καταλίπῃ μόνον τὸ στέλεχος, «καλοῦσι δὲ ἐπικοπὴν ὅταν ἀφαιρεθείσης τῆς κόμης ἐπικόψῃ τις τὸ ἄκρον» Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 17, 3· μιᾶς ἐπικοπῆς, μὲ ἓν κτύπημα, Δίων Κ. 38. 50., 49. 29.
Greek Monolingual
ἐπικοπή, ἡ (Α) επικόπτω
1. κόψιμο, αποκοπή
2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων
3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι
4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία
5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά
6. εμπόδιο, κώλυμα.