κατονομάζω: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katonomazo | |Transliteration C=katonomazo | ||
|Beta Code=katonoma/zw | |Beta Code=katonoma/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[name]], Str.7.3.2, al.; <b class="b3">ἀπό τινος</b> ib.13.1.48 (dub.l.):—Pass., ζωμὸς κατωνόμασται Anaxandr.34.5; to [[be named]], Arist.''EE'' 1221b10, [[Theophrastus]] ''De Odoribus'' 2; to [[be expressed in terms]], of numbers, Archim. ''Aren.''1.3; <b class="b3">τὰ κατωνομασμένα</b> the [[aforesaid]], Meno ''Iatr.''11.33, Philum. ''Ven.''27.3.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be betrothed]], c. dat., Plb.5.43.1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τᾶλις]]; to [[be devoted]] to the gods. D.H.1.16, Phalar.''Ep.''84.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατ- | |elnltext=κατ-ονομάζω een naam geven, noemen. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
A name, Str.7.3.2, al.; ἀπό τινος ib.13.1.48 (dub.l.):—Pass., ζωμὸς κατωνόμασται Anaxandr.34.5; to be named, Arist.EE 1221b10, Theophrastus De Odoribus 2; to be expressed in terms, of numbers, Archim. Aren.1.3; τὰ κατωνομασμένα the aforesaid, Meno Iatr.11.33, Philum. Ven.27.3.
II Pass., to be betrothed, c. dat., Plb.5.43.1, Hsch. s.v. τᾶλις; to be devoted to the gods. D.H.1.16, Phalar.Ep.84.1.
German (Pape)
[Seite 1404] 1) benennen, Theophr. u. Folgde; τούτους τε καὶ τὴν Ἴδην ἀπὸ τῆς ἐν Κρήτῃ κατονομάσαι Strab. XIII, 604. – 2) zusagen, verloben; παρθένον οὖσαν γυναῖκα τῷ βασιλεῖ κατωνομασμένην Pol. 5, 43, 1; weichen, D. Hal. 1, 16.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ονομάζω een naam geven, noemen.
Russian (Dvoretsky)
κατονομάζω:
1 именовать, называть: κατονομάζεσθαι τῷ διαφέρειν κατά τι Arst. именоваться в зависимости от различия в чем-л.;
2 обещать в жены, обручать (παρθένον γυναῖκα τῷ βασιλεῖ Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κατονομάζω: δι’ ὀνόματος διακρίνω, τῆς εὐωδίας καὶ κακωδίας οὐκέτι τὰ εἴδη κατωνόμασται Θεοφρ. π. Ὀσμ. 2· τινί, συμφώνως πρός τι, Φίλων (;)· ἢ ἀπό τινος κατονομάζειν τινὰ Στράβ. 604.- Παθ., ζωμὸς κατωνόμασται Ἀναξανδρ. ἐν «’Οδ.» 2. 5, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 12· ἐκδηλοῦμαι εἰς λέξεις, Ἀρχιμήδ. π. Ψαμμίτου. II. ὑπισχνοῦμαι, κατεγγυῶ, μνηστεύω, ἀρραβωνίζω, Πολύβ. 5. 43, 1· διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. «τᾶλις, ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί»· πρὸς δὲ ἀφιερῶ, Διον. Ἁλ. 1. 16, κτλ.
Greek Monolingual
(ΑΜ κατονομάζω)
νεοελλ.
1. καλώ κάποιον ή κάτι με το όνομά του, αναφέρω το όνομα κάποιου
2. καταγγέλλω κάποιον ονομαστικά, αναφέρω το όνομα αυτού που καταγγέλλω
μσν.-αρχ.
δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω («Ὅμηρον δ' ὀρθῶς εἰκάζειν μοι δοκεῖ Ποσειδώνιος τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Μυσοὺς κατονομάζειν», Στράβ.)
αρχ.
παθ. κατονομάζομαι
α) (για αριθμούς) είμαι εκφρασμένος με επιστημονικούς όρους
β) μνηστεύομαι, αρραβωνιάζομαι («γυναῑκα τῷ βασιλεῖ κατωνομασμένην», Πολ.)
γ) αφιερώνομαι στον θεό
δ) (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ κατωνομασμένα
τα αναφερθέντα.