παράσπονδος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraspondos
|Transliteration C=paraspondos
|Beta Code=para/spondos
|Beta Code=para/spondos
|Definition=ον, (σπονδή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">contrary to a compact</b> or [[treaty]], ἐπιδρομή <span class="bibl">Th.4.23</span> ; <b class="b3">μηδὲν π. ποιεῖν, παθεῖν</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ages.</span>3.5</span> ; π. τι προστάττειν <span class="bibl">Isoc.14.45</span> ; <b class="b3">τοῦ θηριώδους καὶ π. βίου</b> <b class="b2">bound by no compacts</b>, <span class="bibl">Athenio 1.4</span>. Adv. -δως <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.80</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of persons, <b class="b2">breaker of treaties, forsworn</b>, <span class="bibl">Lys. 12.74</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 10.8.2</span>, <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">Incred.</span> 15</span>.</span>
|Definition=παράσπονδον, ([[σπονδή]])<br><span class="bld">A</span> [[contrary]] to a [[compact]], [[agreement]], [[contract]] or [[treaty]], [[ἐπιδρομή]] Th.4.23; <b class="b3">μηδὲν π. ποιεῖν, παθεῖν</b>, X.''HG''2.4.30, ''Ages.''3.5; π. τι προστάττειν Isoc.14.45; <b class="b3">τοῦ θηριώδους καὶ π. βίου</b> [[bound by no compacts]], Athenio 1.4. Adv. [[παρασπόνδως]] App.''BC''5.80.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[breaker]] of treaties, [[forsworn]], Lys. 12.74, J.''AJ'' 10.8.2, Heraclit.''Incred.'' 15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] das Bündniß, den Vertrag verletzend, bundbrüchig, treulos; [[ἐπιδρομή]], Thuc. 4, 22; μηδὲν παράσπονδον ποιοῦντες, Xen. Hell. 2, 4, 29; παρασπόνδους τινὰς ἔχειν, Lys. 12, 74; καὶ [[παράνομος]], Pol. 1, 70, 5; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] das Bündniß, den Vertrag verletzend, bundbrüchig, treulos; [[ἐπιδρομή]], Thuc. 4, 22; μηδὲν παράσπονδον ποιοῦντες, Xen. Hell. 2, 4, 29; παρασπόνδους τινὰς ἔχειν, Lys. 12, 74; καὶ [[παράνομος]], Pol. 1, 70, 5; a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παράσπονδος''': -ον, (σπονδὴ) ὁ παρὰ τὰς γενομένας σπονδάς, ὁ παρὰ τὰς συνθήκας, Θουκ. 4. 23· μηδὲν παράσπονδον ποιεῖν ἢ παθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, Ἀγησ. 3. 5· π. τι προστάττειν Ἰσαῖ. 305B· τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου, τοῦ μηδεμίαν σπονδὴν τηροῦντος, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ [[παραβάτης]] συνθηκῶν, [[ἐπίορκος]], Λυσ. 127. 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 8. 2. - Ἐπίρρ., παρασπόνδως, παρὰ τὰς σπονδὰς, Bud.
|btext=ος, ον :<br />[[contraire à la foi d'un traité]], [[déloyal]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σπονδή]].
}}
{{elnl
|elnltext=παράσπονδος -ον &#91;[[παρά]], [[σπονδή]]] in strijd met een verdrag; van pers. malafide, een verdrag schendend:. εἶπε... ὅτι παρασπόνδους ὑμᾶς ἔχοι hij zei dat hij jullie voor verdragsschenners hield Lys. 12.74.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />contraire à la foi d’un traité, déloyal.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σπονδή]].
|elrutext='''παράσπονδος:''' [[нарушающий или нарушивший договор]], [[вероломный]] ([[ἐπιδρομή]] Thuc.): παράσπονδόν τινα ἔχειν Lys. считать кого-л. нарушителем договора.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράσπονδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[παραβάτης]] συνθηκών και συμφωνιών, ο [[επίορκος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παράβαση]] τών συνθηκών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασπόνδως</i> Α<br />[[κατά]] [[παράβαση]] τών σπονδών, τών συμφωνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>σπονδος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[παράσπονδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[παραβάτης]] συνθηκών και συμφωνιών, ο [[επίορκος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[παράβαση]] τών συνθηκών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασπόνδως</i> Α<br />[[κατά]] [[παράβαση]] τών σπονδών, τών συμφωνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπονδή]]), [[πρβλ]]. [[άσπονδος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράσπονδος:''' -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''παράσπονδος:''' -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παράσπονδος:''' нарушающий или нарушивший договор, вероломный ([[ἐπιδρομή]] Thuc.): παράσπονδόν τινα ἔχειν Lys. считать кого-л. нарушителем договора.
|lstext='''παράσπονδος''': -ον, (σπονδὴ) ὁ παρὰ τὰς γενομένας σπονδάς, ὁ παρὰ τὰς συνθήκας, Θουκ. 4. 23· μηδὲν παράσπονδον ποιεῖν ἢ παθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, Ἀγησ. 3. 5· π. τι προστάττειν Ἰσαῖ. 305B· τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου, τοῦ μηδεμίαν σπονδὴν τηροῦντος, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ [[παραβάτης]] συνθηκῶν, [[ἐπίορκος]], Λυσ. 127. 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 8. 2. - Ἐπίρρ., παρασπόνδως, παρὰ τὰς σπονδὰς, Bud.
}}
{{elnl
|elnltext=παράσπονδος -ον [παρά, σπονδή] in strijd met een verdrag; van pers. malafide, een verdrag schendend:. εἶπε... ὅτι παρασπόνδους ὑμᾶς ἔχοι hij zei dat hij jullie voor verdragsschenners hield Lys. 12.74.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρά]]-σπονδος, ον,<br />[[contrary]] to a [[treaty]], Thuc., Xen.
|mdlsjtxt=[[παρά]]-σπονδος, ον,<br />[[contrary]] to a [[treaty]], Thuc., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[contrary to terms of truce]], [[contrary to treaty]]
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράσπονδος Medium diacritics: παράσπονδος Low diacritics: παράσπονδος Capitals: ΠΑΡΑΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: paráspondos Transliteration B: paraspondos Transliteration C: paraspondos Beta Code: para/spondos

English (LSJ)

παράσπονδον, (σπονδή)
A contrary to a compact, agreement, contract or treaty, ἐπιδρομή Th.4.23; μηδὲν π. ποιεῖν, παθεῖν, X.HG2.4.30, Ages.3.5; π. τι προστάττειν Isoc.14.45; τοῦ θηριώδους καὶ π. βίου bound by no compacts, Athenio 1.4. Adv. παρασπόνδως App.BC5.80.
2 of persons, breaker of treaties, forsworn, Lys. 12.74, J.AJ 10.8.2, Heraclit.Incred. 15.

German (Pape)

[Seite 499] das Bündniß, den Vertrag verletzend, bundbrüchig, treulos; ἐπιδρομή, Thuc. 4, 22; μηδὲν παράσπονδον ποιοῦντες, Xen. Hell. 2, 4, 29; παρασπόνδους τινὰς ἔχειν, Lys. 12, 74; καὶ παράνομος, Pol. 1, 70, 5; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contraire à la foi d'un traité, déloyal.
Étymologie: παρά, σπονδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράσπονδος -ον [παρά, σπονδή] in strijd met een verdrag; van pers. malafide, een verdrag schendend:. εἶπε... ὅτι παρασπόνδους ὑμᾶς ἔχοι hij zei dat hij jullie voor verdragsschenners hield Lys. 12.74.

Russian (Dvoretsky)

παράσπονδος: нарушающий или нарушивший договор, вероломный (ἐπιδρομή Thuc.): παράσπονδόν τινα ἔχειν Lys. считать кого-л. нарушителем договора.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράσπονδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες
2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος
3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών.
επίρρ...
παρασπόνδως Α
κατά παράβαση τών σπονδών, τών συμφωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. άσπονδος].

Greek Monotonic

παράσπονδος: -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παράσπονδος: -ον, (σπονδὴ) ὁ παρὰ τὰς γενομένας σπονδάς, ὁ παρὰ τὰς συνθήκας, Θουκ. 4. 23· μηδὲν παράσπονδον ποιεῖν ἢ παθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, Ἀγησ. 3. 5· π. τι προστάττειν Ἰσαῖ. 305B· τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου, τοῦ μηδεμίαν σπονδὴν τηροῦντος, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ παραβάτης συνθηκῶν, ἐπίορκος, Λυσ. 127. 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 8. 2. - Ἐπίρρ., παρασπόνδως, παρὰ τὰς σπονδὰς, Bud.

Middle Liddell

παρά-σπονδος, ον,
contrary to a treaty, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

contrary to terms of truce, contrary to treaty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)