ἀπόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aporrytos
|Transliteration C=aporrytos
|Beta Code=a)po/rrutos
|Beta Code=a)po/rrutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀπόρροος]], <b class="b2">running</b>, κρήνη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>595</span>; <b class="b3">ἀ. ὕδωρ</b>, opp. <b class="b3">στάσιμον</b>, Hp.<b class="b2">Aer</b>.7. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">subject to efflux</b>, opp. <b class="b3">ἐπίρρυτος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>43a</span>; <b class="b3">οὐκ ἀ</b>., of the sea, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>353b32</span>; <b class="b2">having an outflow</b>, <b class="b3">πηγή</b> <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>44</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀ. σταθμά</b> stables <b class="b2">with drains</b> or <b class="b2">a sloping floor</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>4.3</span>.</span>
|Definition=ἀπόρρυτον,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀπόρροος]], [[running]], κρήνη Hes.''Op.''595; <b class="b3">ἀ. ὕδωρ</b>, opp. [[στάσιμον]], Hp. [[Aer]].7.<br><span class="bld">II</span> [[subject to efflux]], opp. [[ἐπίρρυτος]], Pl.''Ti.''43a; <b class="b3">οὐκ ἀ.</b>, of the sea, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''353b32; [[having an outflow]], [[πηγή]] Porph.''Sent.''44.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀ. σταθμά</b> stables [[with drains]] or [[a sloping floor]], X.''Eq.''4.3.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀπόρρῠτος''': -ον, = [[ἀπόρροος]], ἀπορρέων, [[κρήνη]] Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. [[ὕδωρ]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐπίρρυτος]], Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ [[ἀπόρρυτος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ [[ἔδαφος]] [[ὅπως]] καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3.
|dgtxt=(ἀπόρρῠτος) -ον<br />[[que mana]], [[manante]], [[que fluye]] κρήνης δ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes.<i>Op</i>.595, cf. Porph.<i>Sent</i>.44, ὕδωρ op. [[στάσιμον]] Hp.<i>Aër</i>.7, del mar οὐκ ἀ. Arist.<i>Mete</i>.353<sup>b</sup>32, εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀ. a un cuerpo que fluye y mana</i> Pl.<i>Ti</i>.43a<br /><b class="num">•</b>fig. (Σελήνη) ἀ. ἀρσένι πυρσῷ Ἠελίου Nonn.<i>D</i>.4.282<br /><b class="num">•</b>del cuerpo de los borrachos [[que se disipa]], [[que se va]] (σῶμα) ἀ. ἐστι πανταχόθεν Basil.M.31.457A.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule au dehors, qui s’épanche;<br /><b>2</b> sujet à écoulement;<br /><b>3</b> qui offre un écoulement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορρέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule au dehors, qui s'épanche;<br /><b>2</b> [[sujet à écoulement]];<br /><b>3</b> [[qui offre un écoulement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορρέω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=(ἀπόρρῠτος) -ον<br />[[que mana]], [[manante]], [[que fluye]] κρήνης δ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes.<i>Op</i>.595, cf. Porph.<i>Sent</i>.44, ὕδωρ op. στάσιμον Hp.<i>Aër</i>.7, del mar οὐκ ἀ. Arist.<i>Mete</i>.353<sup>b</sup>32, εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀ. a un cuerpo que fluye y mana</i> Pl.<i>Ti</i>.43a<br /><b class="num"></b>fig. (Σελήνη) ἀ. ἀρσένι πυρσῷ Ἠελίου Nonn.<i>D</i>.4.282<br /><b class="num"></b>del cuerpo de los borrachos [[que se disipa]], [[que se va]] (σῶμα) ἀ. ἐστι πανταχόθεν Basil.M.31.457A.
|ptext=<i>[[abfließend]]</i>, [[κρήνη]] Hes. <i>O</i>. 593; [[σῶμα]], <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἐπίρρυτος]], <i>[[Abfluß]] [[habend]]</i>, Plat. <i>Tim</i>. 43a, wie σταθμὰ ἀπόρρυτα, [[Ställe]] mit abschüssigem [[Boden]], wo der [[Unrat]] abfließt, Xen. <i>re Eq</i>. 4.3.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόρρῠτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[текущий]] ([[κρήνη]] Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[имеющий сток]] ([[σταθμά]] Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[имеющий отток]] ([[σῶμα]] Plat.; ἡ [[θάλαττα]] οὐκ ἀ. Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀπόρρῠτος''': -ον, = [[ἀπόρροος]], ἀπορρέων, [[κρήνη]] Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. [[ὕδωρ]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐπίρρυτος]], Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ [[ἀπόρρυτος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ [[ἔδαφος]] [[ὅπως]] καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόρρῠτος:''' -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, [[ρευστός]], σε Ησίοδ.· <i>ἀπόρρυτα [[σταθμά]]</i>, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο [[έδαφος]] ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπόρρῠτος:''' -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, [[ρευστός]], σε Ησίοδ.· <i>ἀπόρρυτα [[σταθμά]]</i>, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο [[έδαφος]] ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπορρέω]]<br />[[running]], Hes.: ἀπ. σταθμά stables with drains, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρῠτος Medium diacritics: ἀπόρρυτος Low diacritics: απόρρυτος Capitals: ΑΠΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: apórrytos Transliteration B: aporrytos Transliteration C: aporrytos Beta Code: a)po/rrutos

English (LSJ)

ἀπόρρυτον,
A = ἀπόρροος, running, κρήνη Hes.Op.595; ἀ. ὕδωρ, opp. στάσιμον, Hp. Aer.7.
II subject to efflux, opp. ἐπίρρυτος, Pl.Ti.43a; οὐκ ἀ., of the sea, Arist.Mete.353b32; having an outflow, πηγή Porph.Sent.44.
III ἀ. σταθμά stables with drains or a sloping floor, X.Eq.4.3.

Spanish (DGE)

(ἀπόρρῠτος) -ον
que mana, manante, que fluye κρήνης δ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes.Op.595, cf. Porph.Sent.44, ὕδωρ op. στάσιμον Hp.Aër.7, del mar οὐκ ἀ. Arist.Mete.353b32, εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀ. a un cuerpo que fluye y mana Pl.Ti.43a
fig. (Σελήνη) ἀ. ἀρσένι πυρσῷ Ἠελίου Nonn.D.4.282
del cuerpo de los borrachos que se disipa, que se va (σῶμα) ἀ. ἐστι πανταχόθεν Basil.M.31.457A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coule au dehors, qui s'épanche;
2 sujet à écoulement;
3 qui offre un écoulement.
Étymologie: ἀπορρέω.

German (Pape)

abfließend, κρήνη Hes. O. 593; σῶμα, Gegensatz ἐπίρρυτος, Abfluß habend, Plat. Tim. 43a, wie σταθμὰ ἀπόρρυτα, Ställe mit abschüssigem Boden, wo der Unrat abfließt, Xen. re Eq. 4.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρῠτος:
1 текущий (κρήνη Hes.);
2 имеющий сток (σταθμά Xen.);
3 имеющий отток (σῶμα Plat.; ἡ θάλαττα οὐκ ἀ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρῠτος: -ον, = ἀπόρροος, ἀπορρέων, κρήνη Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. ὕδωρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἐπίρρυτος, Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ ἀπόρρυτος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ ἔδαφος ὅπως καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3.

Greek Monolingual

ἀπόρρυτος, -ον (Α) απορρέω
1. αυτός που απορρέει
2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή
3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος.

Greek Monotonic

ἀπόρρῠτος: -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, ρευστός, σε Ησίοδ.· ἀπόρρυτα σταθμά, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο έδαφος ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀπορρέω
running, Hes.: ἀπ. σταθμά stables with drains, Xen.