ἀπόρρυτος: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aporrytos | |Transliteration C=aporrytos | ||
|Beta Code=a)po/rrutos | |Beta Code=a)po/rrutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπόρρυτον,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀπόρροος]], [[running]], κρήνη Hes.''Op.''595; <b class="b3">ἀ. ὕδωρ</b>, opp. [[στάσιμον]], Hp. [[Aer]].7.<br><span class="bld">II</span> [[subject to efflux]], opp. [[ἐπίρρυτος]], Pl.''Ti.''43a; <b class="b3">οὐκ ἀ.</b>, of the sea, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''353b32; [[having an outflow]], [[πηγή]] Porph.''Sent.''44.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀ. σταθμά</b> stables [[with drains]] or [[a sloping floor]], X.''Eq.''4.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀπόρρῠτος) -ον<br />[[que mana]], [[manante]], [[que fluye]] κρήνης δ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes.<i>Op</i>.595, cf. Porph.<i>Sent</i>.44, ὕδωρ op. [[στάσιμον]] Hp.<i>Aër</i>.7, del mar οὐκ ἀ. Arist.<i>Mete</i>.353<sup>b</sup>32, εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀ. a un cuerpo que fluye y mana</i> Pl.<i>Ti</i>.43a<br /><b class="num">•</b>fig. (Σελήνη) ἀ. ἀρσένι πυρσῷ Ἠελίου Nonn.<i>D</i>.4.282<br /><b class="num">•</b>del cuerpo de los borrachos [[que se disipa]], [[que se va]] (σῶμα) ἀ. ἐστι πανταχόθεν Basil.M.31.457A. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule au dehors, qui s'épanche;<br /><b>2</b> [[sujet à écoulement]];<br /><b>3</b> [[qui offre un écoulement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορρέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[abfließend]]</i>, [[κρήνη]] Hes. <i>O</i>. 593; [[σῶμα]], <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἐπίρρυτος]], <i>[[Abfluß]] [[habend]]</i>, Plat. <i>Tim</i>. 43a, wie σταθμὰ ἀπόρρυτα, [[Ställe]] mit abschüssigem [[Boden]], wo der [[Unrat]] abfließt, Xen. <i>re Eq</i>. 4.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόρρῠτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[текущий]] ([[κρήνη]] Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[имеющий сток]] ([[σταθμά]] Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[имеющий отток]] ([[σῶμα]] Plat.; ἡ [[θάλαττα]] οὐκ ἀ. Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόρρῠτος''': -ον, = [[ἀπόρροος]], ἀπορρέων, [[κρήνη]] Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. [[ὕδωρ]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐπίρρυτος]], Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ [[ἀπόρρυτος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ [[ἔδαφος]] [[ὅπως]] καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3. | |lstext='''ἀπόρρῠτος''': -ον, = [[ἀπόρροος]], ἀπορρέων, [[κρήνη]] Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. [[ὕδωρ]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐπίρρυτος]], Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ [[ἀπόρρυτος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ [[ἔδαφος]] [[ὅπως]] καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπόρρυτος]], -ον (Α) [[απορρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απορρέει<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[έκχυση]], [[εκροή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀπόρρυτα [[σταθμά]]» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο [[έδαφος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόρρῠτος:''' -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, [[ρευστός]], σε Ησίοδ.· <i>ἀπόρρυτα [[σταθμά]]</i>, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο [[έδαφος]] ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀπορρέω]]<br />[[running]], Hes.: ἀπ. σταθμά stables with drains, Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπόρρυτον,
A = ἀπόρροος, running, κρήνη Hes.Op.595; ἀ. ὕδωρ, opp. στάσιμον, Hp. Aer.7.
II subject to efflux, opp. ἐπίρρυτος, Pl.Ti.43a; οὐκ ἀ., of the sea, Arist.Mete.353b32; having an outflow, πηγή Porph.Sent.44.
III ἀ. σταθμά stables with drains or a sloping floor, X.Eq.4.3.
Spanish (DGE)
(ἀπόρρῠτος) -ον
que mana, manante, que fluye κρήνης δ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes.Op.595, cf. Porph.Sent.44, ὕδωρ op. στάσιμον Hp.Aër.7, del mar οὐκ ἀ. Arist.Mete.353b32, εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀ. a un cuerpo que fluye y mana Pl.Ti.43a
•fig. (Σελήνη) ἀ. ἀρσένι πυρσῷ Ἠελίου Nonn.D.4.282
•del cuerpo de los borrachos que se disipa, que se va (σῶμα) ἀ. ἐστι πανταχόθεν Basil.M.31.457A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui coule au dehors, qui s'épanche;
2 sujet à écoulement;
3 qui offre un écoulement.
Étymologie: ἀπορρέω.
German (Pape)
abfließend, κρήνη Hes. O. 593; σῶμα, Gegensatz ἐπίρρυτος, Abfluß habend, Plat. Tim. 43a, wie σταθμὰ ἀπόρρυτα, Ställe mit abschüssigem Boden, wo der Unrat abfließt, Xen. re Eq. 4.3.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρρῠτος:
1 текущий (κρήνη Hes.);
2 имеющий сток (σταθμά Xen.);
3 имеющий отток (σῶμα Plat.; ἡ θάλαττα οὐκ ἀ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρῠτος: -ον, = ἀπόρροος, ἀπορρέων, κρήνη Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. ὕδωρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἐπίρρυτος, Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ ἀπόρρυτος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ ἔδαφος ὅπως καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3.
Greek Monolingual
ἀπόρρυτος, -ον (Α) απορρέω
1. αυτός που απορρέει
2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή
3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος.
Greek Monotonic
ἀπόρρῠτος: -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, ρευστός, σε Ησίοδ.· ἀπόρρυτα σταθμά, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο έδαφος ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.