πρωϊζός: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(35)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proizos
|Transliteration C=proizos
|Beta Code=prwi+zo/s
|Beta Code=prwi+zo/s
|Definition=Att. πρῳζός, όν, dub. sens. in <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>63</span> P.;= <b class="b3">προχθεσινός, ὑπόγυος</b>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>691.56</span>. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> neut. pl. <b class="b3">πρωϊζά</b> as Adv.,= <b class="b3">πρώην, χθιζά τε καὶ π</b>. yesterday or <b class="b2">the day before</b>, <span class="bibl">Il.2.303</span>, cf. Pl.<span class="title">Alc.</span>2.141d. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">οὕτω δὴ π. κατέδραθες</b> so very <b class="b2">early</b>, <span class="bibl">Theoc.18.9</span>; <b class="b3">πρωϊζὸν ὁδεύων</b> dub. sens. in <span class="title">Epic.Alex.Adesp.</span>4.6. (In codd. freq. written proparox., but cf. Hdn. Gr.<span class="bibl">1.144</span>.)</span>
|Definition=Att. [[πρῳζός]], όν, dub. sens. in Call.''Fr.''63 P.;= [[προχθεσινός]], [[ὑπόγυος]], ''EM''691.56.<br><span class="bld">II</span> neut. pl. [[πρωϊζά]] as adverb = πρώην, [[χθιζά τε καὶ πρωϊζά]] = [[yesterday or the day before]], Il.2.303, cf. Pl.''Alc.''2.141d.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">οὕτω δὴ πρωϊζὰ κατέδραθες</b> [[so very early]], Theoc.18.9; <b class="b3">πρωϊζὸν ὁδεύων</b> dub. sens. in ''Epic.Alex.Adesp.''4.6. (In codd. freq. written proparox., but cf. Hdn. Gr.1.144.)
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α<br />[[προχθεσινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πρωϊζά</i><br />α) [[προχθές]]<br />β) πολύ [[νωρίς]] («οὕτω δὴ πρωϊζά<br />κατέδραθες», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>πρωϊζά</i> με τη σημ. «[[προχθές]]» απαντά ήδη στον Όμηρο και [[είναι]] σχηματισμένος από το επίρρ. [[πρώην]] [[κατά]] το [[χθιζά]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθές]]), ενώ ο [[ίδιος]] τ. με τη σημ. «πολύ [[νωρίς]]» [[είναι]] μτγν. και [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίρρ. [[πρωΐ]]].
|mltxt=-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α<br />[[προχθεσινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πρωϊζά</i><br />α) [[προχθές]]<br />β) πολύ [[νωρίς]] («οὕτω δὴ πρωϊζά<br />κατέδραθες», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>πρωϊζά</i> με τη σημ. «[[προχθές]]» απαντά ήδη στον Όμηρο και [[είναι]] σχηματισμένος από το επίρρ. [[πρώην]] [[κατά]] το [[χθιζά]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθές]]), ενώ ο [[ίδιος]] τ. με τη σημ. «πολύ [[νωρίς]]» [[είναι]] μτγν. και [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίρρ. [[πρωΐ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωϊζός:''' Αττ. πρῳζός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> = [[πρώϊος]], ουδ. πληθ. <i>πρωιζά</i>, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το [[πρώην]], [[χθιζά]] τε καὶ πρωϊζά, [[χθές]] ή την προηγούμενη [[ημέρα]] ([[προχθές]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[οὕτω]] δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο [[πολύ]] [[νωρίς]], σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρωϊζός zie πρῳζός.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωϊζός Medium diacritics: πρωϊζός Low diacritics: πρωϊζός Capitals: ΠΡΩΪΖΟΣ
Transliteration A: prōïzós Transliteration B: prōizos Transliteration C: proizos Beta Code: prwi+zo/s

English (LSJ)

Att. πρῳζός, όν, dub. sens. in Call.Fr.63 P.;= προχθεσινός, ὑπόγυος, EM691.56.
II neut. pl. πρωϊζά as adverb = πρώην, χθιζά τε καὶ πρωϊζά = yesterday or the day before, Il.2.303, cf. Pl.Alc.2.141d.
2 οὕτω δὴ πρωϊζὰ κατέδραθες so very early, Theoc.18.9; πρωϊζὸν ὁδεύων dub. sens. in Epic.Alex.Adesp.4.6. (In codd. freq. written proparox., but cf. Hdn. Gr.1.144.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. πρώϊζος.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α
προχθεσινός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζά
α) προχθές
β) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζά
κατέδραθες», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το επίρρ. πρώην κατά το χθιζά (< χθές), ενώ ο ίδιος τ. με τη σημ. «πολύ νωρίς» είναι μτγν. και πρέπει να συνδεθεί με το επίρρ. πρωΐ].

Greek Monotonic

πρωϊζός: Αττ. πρῳζός, -όν,
I. = πρώϊος, ουδ. πληθ. πρωιζά, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το πρώην, χθιζά τε καὶ πρωϊζά, χθές ή την προηγούμενη ημέρα (προχθές), σε Ομήρ. Ιλ.
II. οὕτω δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο πολύ νωρίς, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωϊζός zie πρῳζός.