συγγραφικός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syggrafikos
|Transliteration C=syggrafikos
|Beta Code=suggrafiko/s
|Beta Code=suggrafiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[given to writing]], esp. [[prose works]], <b class="b3">ποιητικὸς ἢ ξ</b>. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>35</span>, cf. <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>7.205b</span>; [[of]] or [[in prose composition]], δεινότης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>23</span>; ἀρετὴ καὶ κακία <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>42</span>; <b class="b3">-ώτερον εἶδος</b> [[more suited to prose]], <span class="bibl">Men.Rh. p.411</span> S. Adv., <b class="b3">-κῶς ἐρεῖν</b> speak [[like a book]], i.e. with great precision, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>102d</span>; opp. [[ὑπομνηματικῶς]], Gal.18(1).529.</span>
|Definition=συγγραφική, συγγραφικόν, [[given to writing]], esp. [[prose works]], <b class="b3">ποιητικὸς ἢ ξ.</b> Luc.''Merc.Cond.''35, cf. Jul. ''Or.''7.205b; of or [[in prose composition]], δεινότης Luc.''Pisc.''23; ἀρετὴ καὶ κακία Id.''Hist.Conscr.''42; <b class="b3">συγγραφικώτερον εἶδος</b> [[more suited to prose]], Men.Rh. p.411 S. Adv., <b class="b3">-κῶς ἐρεῖν</b> speak [[like a book]], i.e. with great precision, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 102d; opp. [[ὑπομνηματικῶς]], Gal.18(1).529.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συγγρᾰφικός''': ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς [[μάλιστα]] ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ [[πλούσιος]] ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· [[δεινότης]] συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· [[ἀρετὴ]] καὶ [[κακία]] Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον [[εἶδος]], [[μᾶλλον]] ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς [[βιβλίον]] ἢ ὡς [[συμβόλαιον]], δηλ. [[μετὰ]] [[μεγάλης]] ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D.
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la rédaction d'un ouvrage, <i>particul.</i> d'un ouvrage en prose.<br />'''Étymologie:''' [[συγγραφή]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγγραφικός -ή -όν, Att. ook ξυγ- [συγγράφω] het schrijven (van proza) betreffend; van zaken:; κακία σ. gebrekkigheid in het (geschied)schrijven Luc. 59.42; van personen:. ποιητικὸς... ἢ συγγραφικός iemand die van dichten of van schrijven houdt Luc. 36.35; ἔοικα... καὶ συγγραφικῶς ἐρεῖν het lijkt wel of ik het als een schrijver (d.w.z. heel nauwkeurig of formeel) wil zeggen Plat. Phaed. 102d.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la rédaction d’un ouvrage, <i>particul.</i> d’un ouvrage en prose.<br />'''Étymologie:''' [[συγγραφή]].
|elrutext='''συγγρᾰφικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[писательский]], [[литературный]] ([[δεινότης]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[занимающийся литературной деятельностью]], [[пишущий]] (прозой) (ὁ [[πλούσιος]] Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[летописный]], [[исторический]]: [[ἀρετὴ]] συγγραφική Luc. достоинство историографии.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγραφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγγραφή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγγραφή]] ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική [[ικανότητα]]» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγγραφικά δικαιώματα»<br /><b>(νομ.)</b> τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχολείται με τη [[συγγραφή]] και, [[ιδίως]], ο [[πεζογράφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συγγραφική</i><br />η [[τέχνη]] του να συγγράφει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εἶδος]] συγγραφικώτερον» — [[είδος]] που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγραφικῶς</i> Α<br />με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῑν» — το να μιλά [[κανείς]] με [[λεπτομέρεια]] συμβολαίου, με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγραφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγγραφή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγγραφή]] ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική [[ικανότητα]]» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγγραφικά δικαιώματα»<br /><b>(νομ.)</b> τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχολείται με τη [[συγγραφή]] και, [[ιδίως]], ο [[πεζογράφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συγγραφική</i><br />η [[τέχνη]] του να συγγράφει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εἶδος]] συγγραφικώτερον» — [[είδος]] που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγραφικῶς</i> Α<br />με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῖν» — το να μιλά [[κανείς]] με [[λεπτομέρεια]] συμβολαίου, με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγρᾰφικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη [[συγγραφή]], [[ιδίως]] στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν, [[μιλώ]] σαν [[βιβλίο]], δηλ. με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], [[ακριβολογώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συγγρᾰφικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη [[συγγραφή]], [[ιδίως]] στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν, [[μιλώ]] σαν [[βιβλίο]], δηλ. με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], [[ακριβολογώ]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγγρᾰφικός:'''<br /><b class="num">1)</b> писательский, литературный ([[δεινότης]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой) (ὁ [[πλούσιος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> летописный, исторический: [[ἀρετὴ]] συγγραφική Luc. достоинство историографии.
|lstext='''συγγρᾰφικός''': ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς [[μάλιστα]] ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ [[πλούσιος]] ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· [[δεινότης]] συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· [[ἀρετὴ]] καὶ [[κακία]] Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον [[εἶδος]], [[μᾶλλον]] ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς [[βιβλίον]] ἢ ὡς [[συμβόλαιον]], δηλ. μετὰ [[μεγάλης]] ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D.
}}
{{elnl
|elnltext=συγγραφικός -ή -όν, Att. ook ξυγ- [συγγράφω] het schrijven (van proza) betreffend; van zaken:; κακία σ. gebrekkigheid in het (geschied)schrijven Luc. 59.42; van personen:. ποιητικὸς... ἢ συγγραφικός iemand die van dichten of van schrijven houdt Luc. 36.35; ἔοικα... καὶ συγγραφικῶς ἐρεῖν het lijkt wel of ik het als een schrijver (d.w.z. heel nauwkeurig of formeel) wil zeggen Plat. Phaed. 102d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συγγρᾰφικός, ή, όν [from συγγρᾰφή]<br />given to [[writing]], esp. in [[prose]], Luc. adv., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν to [[speak]] like a [[book]], i. e. with [[great]] [[precision]], Plat.
|mdlsjtxt=συγγρᾰφικός, ή, όν [from συγγρᾰφή]<br />given to [[writing]], especially in [[prose]], Luc. adv., [[συγγραφικῶς]] ἐρεῖν to [[speak]] like a [[book]], i. e. with [[great]] [[precision]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφικός Medium diacritics: συγγραφικός Low diacritics: συγγραφικός Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: syngraphikós Transliteration B: syngraphikos Transliteration C: syggrafikos Beta Code: suggrafiko/s

English (LSJ)

συγγραφική, συγγραφικόν, given to writing, esp. prose works, ποιητικὸς ἢ ξ. Luc.Merc.Cond.35, cf. Jul. Or.7.205b; of or in prose composition, δεινότης Luc.Pisc.23; ἀρετὴ καὶ κακία Id.Hist.Conscr.42; συγγραφικώτερον εἶδος more suited to prose, Men.Rh. p.411 S. Adv., -κῶς ἐρεῖν speak like a book, i.e. with great precision, Pl.Phd. 102d; opp. ὑπομνηματικῶς, Gal.18(1).529.

German (Pape)

[Seite 962] ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la rédaction d'un ouvrage, particul. d'un ouvrage en prose.
Étymologie: συγγραφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγραφικός -ή -όν, Att. ook ξυγ- [συγγράφω] het schrijven (van proza) betreffend; van zaken:; κακία σ. gebrekkigheid in het (geschied)schrijven Luc. 59.42; van personen:. ποιητικὸς... ἢ συγγραφικός iemand die van dichten of van schrijven houdt Luc. 36.35; ἔοικα... καὶ συγγραφικῶς ἐρεῖν het lijkt wel of ik het als een schrijver (d.w.z. heel nauwkeurig of formeel) wil zeggen Plat. Phaed. 102d.

Russian (Dvoretsky)

συγγρᾰφικός:
1 писательский, литературный (δεινότης Luc.);
2 занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой) (ὁ πλούσιος Luc.);
3 летописный, исторический: ἀρετὴ συγγραφική Luc. достоинство историографии.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγγραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.)
νεοελλ.
φρ. «συγγραφικά δικαιώματα»
(νομ.) τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή και, ιδίως, ο πεζογράφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγγραφική
η τέχνη του να συγγράφει κανείς
3. φρ. «εἶδος συγγραφικώτερον» — είδος που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο.
επίρρ...
συγγραφικῶς Α
με μεγάλη ακρίβεια, λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῖν» — το να μιλά κανείς με λεπτομέρεια συμβολαίου, με μεγάλη ακρίβεια, Πλάτ.).

Greek Monotonic

συγγρᾰφικός: -ή, -όν, αυτός που επιδίδεται στη συγγραφή, ιδίως στον πεζό λόγο, σε Λουκ.· επίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, μιλώ σαν βιβλίο, δηλ. με μεγάλη ακρίβεια, ακριβολογώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγρᾰφικός: ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς μάλιστα ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ πλούσιος ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· δεινότης συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· ἀρετὴ καὶ κακία Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον εἶδος, μᾶλλον ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς βιβλίον ἢ ὡς συμβόλαιον, δηλ. μετὰ μεγάλης ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D.

Middle Liddell

συγγρᾰφικός, ή, όν [from συγγρᾰφή]
given to writing, especially in prose, Luc. adv., συγγραφικῶς ἐρεῖν to speak like a book, i. e. with great precision, Plat.