ἀποφύω: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apofyo
|Transliteration C=apofyo
|Beta Code=a)pofu/w
|Beta Code=a)pofu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">produce</b>, ῥίζας <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.6.4</span>; of veins, <b class="b2">send out</b> branches, ἀ. τὰς φλέβας Gal.15.532; τένοντας Id.18(2).979:—Pass., with aor. 2 and pf. Act., <b class="b2">grow afresh</b>, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>4.8.5</span>; of branching veins, Gal.15.389; τρίχες ἀ. Archig. ap. <span class="bibl">Aët.6.55</span>: metaph., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>89</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">part asunder, separate</b>, Hsch.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[produce]], ῥίζας [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.6.4; of veins, [[send out]] branches, ἀ. τὰς φλέβας Gal.15.532; τένοντας Id.18(2).979:—Pass., with aor. 2 and pf. Act., [[grow afresh]], ἀπὸ τῶν ῥιζῶν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.8.5; of branching veins, Gal.15.389; τρίχες ἀ. Archig. ap. Aët.6.55: metaph., Dam.''Pr.''89.<br><span class="bld">II</span> [[part asunder]], [[separate]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>tr. en v. act. [[hacer nacer, brotar]] bot. ταύτας (<i>[[sc.]]</i> τὰς ῥίζας) Thphr.<i>HP</i> 1.6.4<br /><b class="num">•</b>anat. [[ramificar]] φλέβας Gal.15.532, τένοντας Gal.18(2).979.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med., en aor. rad. atem. y perf. act. [[nacer de]] ἀποφῦναι τὸν ὀδόντα τοῦ δευτέρου σφονδύλου Gal.4.25, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς ... ἀποπεφύκασι φλέβες Gal.15.389, cf. Archig. en Aët.6.55 (var.), δέδενται ... δεσμῷ ... ἀπὸ χόνδρων ἀποπεφυκότι [[ἄχρι]] πρὸς τὸν νωτιαῖον (las vértebras) están ligadas por un ligamento que se extiende desde los cartílagos hacia la espina dorsal</i> Hp.<i>Art</i>.45, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται ... πυρὸς καὶ κρίθη Thphr.<i>CP</i> 4.8.5 fig. [[surgir]] ὁ διττὸς ἀποφύεται στίχος ἑνάδων καὶ οὐσιῶν Dam.<i>Pr</i>.89.<br /><b class="num">II</b> [[faltar]], [[estar ausente]] τούτων ... τῶν ὀνομάτων ... τὰ μὲν τῶν προσόντων τῷ θεῷ, τὰ δὲ τῶν ἀποπεφυκότων ἔχει τὴν ἔμφασιν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.131.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0335.png Seite 335]] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, [[πρός]] τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0335.png Seite 335]] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, [[πρός]] τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποφύω:''' [[вырастать]], [[рождаться]], [[возникать]] (Arst. - [[varia lectio|v.l.]] ἀπέφηνεν).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφύω''': φύω, φυτρώνω, «βγάζω» ῥίζας Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 6, 4· ἐν Ἀριστ. Μεταφ. 3. 7, 6 ἀποπέφυκεν (μεταβ.) φαίνεται ἐφθαρμένον· ὑπάρχει δὲ διάφ. γραφ. ἀπέφηνεν. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., αὐξάνομαι ὡς [[παραφυάς]], μόνα δ’ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται… πυρὸς καὶ κριθὴ ὁ αὐτ. Αἰτ.Φ.4.8,5· ἐπὶ φλεβῶν, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς αἱ καθ’ ὅλον τὸ [[ζῷον]] ἀποπεφύκασι φλέβες Γαλην. τ. 6. σ. 290. 2) εἶμαι διαφόρου φύσεως, [[πρός]] τινα ἤ τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ., πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 1. σ. 564. 3) «ἀποφῦναι, διαστῆναι» Ἡσύχ.
|lstext='''ἀποφύω''': φύω, φυτρώνω, «βγάζω» ῥίζας Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 6, 4· ἐν Ἀριστ. Μεταφ. 3. 7, 6 ἀποπέφυκεν (μεταβ.) φαίνεται ἐφθαρμένον· ὑπάρχει δὲ διάφ. γραφ. ἀπέφηνεν. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., αὐξάνομαι ὡς [[παραφυάς]], μόνα δ’ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται… πυρὸς καὶ κριθὴ ὁ αὐτ. Αἰτ.Φ.4.8,5· ἐπὶ φλεβῶν, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς αἱ καθ’ ὅλον τὸ [[ζῷον]] ἀποπεφύκασι φλέβες Γαλην. τ. 6. σ. 290. 2) εἶμαι διαφόρου φύσεως, [[πρός]] τινα ἤ τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ., πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 1. σ. 564. 3) «ἀποφῦναι, διαστῆναι» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>tr. en v. act. [[hacer nacer, brotar]] bot. ταύτας (<i>sc</i>. τὰς ῥίζας) Thphr.<i>HP</i> 1.6.4<br /><b class="num">•</b>anat. [[ramificar]] φλέβας Gal.15.532, τένοντας Gal.18(2).979.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med., en aor. rad. atem. y perf. act. [[nacer de]] ἀποφῦναι τὸν ὀδόντα τοῦ δευτέρου σφονδύλου Gal.4.25, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς ... ἀποπεφύκασι φλέβες Gal.15.389, cf. Archig. en Aët.6.55 (var.), δέδενται ... δεσμῷ ... ἀπὸ χόνδρων ἀποπεφυκότι [[ἄχρι]] πρὸς τὸν νωτιαῖον (las vértebras) están ligadas por un ligamento que se extiende desde los cartílagos hacia la espina dorsal</i> Hp.<i>Art</i>.45, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται ... πυρὸς καὶ κρίθη Thphr.<i>CP</i> 4.8.5 fig. [[surgir]] ὁ διττὸς ἀποφύεται στίχος ἑνάδων καὶ οὐσιῶν Dam.<i>Pr</i>.89.<br /><b class="num">II</b> [[faltar]], [[estar ausente]] τούτων ... τῶν ὀνομάτων ... τὰ μὲν τῶν προσόντων τῷ θεῷ, τὰ δὲ τῶν ἀποπεφυκότων ἔχει τὴν ἔμφασιν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.131.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποφύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φυτρώνω]], [[βγάζω]] ρίζες<br /><b>2.</b> (-ομαι)<br />[[μεγαλώνω]] ως [[παραφυάδα]]<br /><b>3.</b> έχω διαφορετική [[φύση]] από κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=[[ἀποφύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φυτρώνω]], [[βγάζω]] ρίζες<br /><b>2.</b> (-ομαι)<br />[[μεγαλώνω]] ως [[παραφυάδα]]<br /><b>3.</b> έχω διαφορετική [[φύση]] από κάποιον [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποφύω:''' вырастать, рождаться, возникать (Arst. - v. l. ἀπέφηνεν).
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφύω Medium diacritics: ἀποφύω Low diacritics: αποφύω Capitals: ΑΠΟΦΥΩ
Transliteration A: apophýō Transliteration B: apophyō Transliteration C: apofyo Beta Code: a)pofu/w

English (LSJ)

A produce, ῥίζας Thphr. HP 1.6.4; of veins, send out branches, ἀ. τὰς φλέβας Gal.15.532; τένοντας Id.18(2).979:—Pass., with aor. 2 and pf. Act., grow afresh, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν Thphr. CP 4.8.5; of branching veins, Gal.15.389; τρίχες ἀ. Archig. ap. Aët.6.55: metaph., Dam.Pr.89.
II part asunder, separate, Hsch.

Spanish (DGE)

I 1tr. en v. act. hacer nacer, brotar bot. ταύτας (sc. τὰς ῥίζας) Thphr.HP 1.6.4
anat. ramificar φλέβας Gal.15.532, τένοντας Gal.18(2).979.
2 intr. en v. med., en aor. rad. atem. y perf. act. nacer de ἀποφῦναι τὸν ὀδόντα τοῦ δευτέρου σφονδύλου Gal.4.25, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς ... ἀποπεφύκασι φλέβες Gal.15.389, cf. Archig. en Aët.6.55 (var.), δέδενται ... δεσμῷ ... ἀπὸ χόνδρων ἀποπεφυκότι ἄχρι πρὸς τὸν νωτιαῖον (las vértebras) están ligadas por un ligamento que se extiende desde los cartílagos hacia la espina dorsal Hp.Art.45, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται ... πυρὸς καὶ κρίθη Thphr.CP 4.8.5 fig. surgir ὁ διττὸς ἀποφύεται στίχος ἑνάδων καὶ οὐσιῶν Dam.Pr.89.
II faltar, estar ausente τούτων ... τῶν ὀνομάτων ... τὰ μὲν τῶν προσόντων τῷ θεῷ, τὰ δὲ τῶν ἀποπεφυκότων ἔχει τὴν ἔμφασιν Gr.Nyss.Eun.2.131.

German (Pape)

[Seite 335] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, πρός τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφύω: вырастать, рождаться, возникать (Arst. - v.l. ἀπέφηνεν).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφύω: φύω, φυτρώνω, «βγάζω» ῥίζας Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 6, 4· ἐν Ἀριστ. Μεταφ. 3. 7, 6 ἀποπέφυκεν (μεταβ.) φαίνεται ἐφθαρμένον· ὑπάρχει δὲ διάφ. γραφ. ἀπέφηνεν. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., αὐξάνομαι ὡς παραφυάς, μόνα δ’ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται… πυρὸς καὶ κριθὴ ὁ αὐτ. Αἰτ.Φ.4.8,5· ἐπὶ φλεβῶν, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς αἱ καθ’ ὅλον τὸ ζῷον ἀποπεφύκασι φλέβες Γαλην. τ. 6. σ. 290. 2) εἶμαι διαφόρου φύσεως, πρός τινα ἤ τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ., πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 1. σ. 564. 3) «ἀποφῦναι, διαστῆναι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀποφύω (Α)
1. φυτρώνω, βγάζω ρίζες
2. (-ομαι)
μεγαλώνω ως παραφυάδα
3. έχω διαφορετική φύση από κάποιον άλλο.