ξυλικός: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksylikos | |Transliteration C=ksylikos | ||
|Beta Code=culiko/s | |Beta Code=culiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ξυλική, ξυλικόν<br><span class="bld">A</span>, ([[ξύλον]]) [[of wood]], [[wooden]], [[like wood]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''674a29; <b class="b3">καρπὸς ξυλικός</b> = [[ξύλινος]] (v. [[ξύλινος]]), ''PSI''5.528.46 (iii B. C.), Artem.2.37; ξ. ὕλη [[timber]], IG12(3).324 (Thera), ''Glossaria''; ξ. παρασκευή ''OGI''510.7 (Ephesus, ii A. D.); <b class="b3">ξυλική, ἡ,</b> [[timber-monopoly]], PTeb.8.26 (iii/ii B. C.); [[ξυλικόν]], [[lignarium]], [[pulpitum]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ξυλική, ξυλικόν
A, (ξύλον) of wood, wooden, like wood, Arist.PA674a29; καρπὸς ξυλικός = ξύλινος (v. ξύλινος), PSI5.528.46 (iii B. C.), Artem.2.37; ξ. ὕλη timber, IG12(3).324 (Thera), Glossaria; ξ. παρασκευή OGI510.7 (Ephesus, ii A. D.); ξυλική, ἡ, timber-monopoly, PTeb.8.26 (iii/ii B. C.); ξυλικόν, lignarium, pulpitum, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 281] von Holz, hölzern; καρποί, Baumfrüchte, Artemidor. 2, 37 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλικός: Arst. = ξύλινος.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλικός: -ή, -όν, (ξύλον) ὁ ἐκ ξύλου, ξύλινος, ὅμοιος πρὸς ξύλον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 14, 4· ὁ ξ. καρπός, ὁ καρπὸς δένδρου, Ἀρτεμίδ. 2. 37· ξ. ὕλη, ξυλεία, ξυλική, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ξυλικός, -ή, -όν) ξύλον
το θηλ. ως ουσ. η ξυλική
ξύλα που λαμβάνονται από υλοτομία του δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια άλλη εργασία, η ξυλεία
αρχ.
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από ξύλο, ξύλινος ή όμοιος με ξύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυλικόν
α) σανιδωτό βήμα, ανάβαθρο
β) ξύλινο περίφραγμα
3. το θηλ. ως ουσ. το μονοπώλιο της ξυλείας ή, κατ' άλλη ερμηνεία, γη κατάφυτη από δένδρα
4. φρ. α) «ξυλικὸς καρπός» — ο καρπός τών δένδρων
β) «ξυλικὴ ὕλη» — η ξυλεία.