ὑποδιαστολή: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(4b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypodiastoli | |Transliteration C=ypodiastoli | ||
|Beta Code=u(podiastolh/ | |Beta Code=u(podiastolh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[slight stop]], between words in speaking or reading, Quint.''Inst.''11.3.35.<br><span class="bld">II</span> [[mark to divide words from one another]] (most Greek writing being continuous), e.g. [[ἔστιν]], [[ἄξιος]] to distinguish it from <b class="b3">ἔστι Νάξιος</b>, Ps.-D.T.674, Sch.D.T.p.24H., al., Eust.701.56, 1465.16.<br><span class="bld">III</span> [[slight change]] in positions of the planets, Vett.Val.73.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1215.png Seite 1215]] ἡ, kleinere Trennung, bes. der Wörter im Sprechen, Quinct. 11, 3, 35. Dah. – a) ein kleines Interpunctionszeichen, Komma, Kolon. – b) ein Lesezeichen, wodurch die Sylben eines Wortes ein wenig getrennt werden, um die Verwechslung mit einem andern gleichlautenden zu vermeiden, z. B. ὅ, τι u. ὅτι, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1215.png Seite 1215]] ἡ, kleinere Trennung, bes. der Wörter im Sprechen, Quinct. 11, 3, 35. Dah. – a) ein kleines Interpunctionszeichen, Komma, Kolon. – b) ein Lesezeichen, wodurch die Sylben eines Wortes ein wenig getrennt werden, um die Verwechslung mit einem andern gleichlautenden zu vermeiden, z. B. ὅ, τι u. ὅτι, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποδιαστολή:''' ἡ грам. слово- или слогоразделение. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑποδιαστολή]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />διαχωριστικό [[σημείο]] με το οποίο χωρίζονται οι συλλαβές μιας λέξης με σκοπό την διάκρισή της από [[άλλη]] ομώνυμη, όπως λ.χ. το ειδικό <i>ότι</i> από το αναφορικό <i>ό</i>,<i>τι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μαθημ.</b> ειδικό γραπτό [[σημείο]] σαν το [[κόμμα]], που χρησιμοποιείται στους δεκαδικούς αριθμούς για να χωρίσει τις ακέραιες μονάδες από τις δεκαδικές, λ.χ. 25,50<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παύση]] μικρής διάρκειας [[κατά]] την [[ανάγνωση]] ή [[απαγγελία]] λέξεων<br /><b>2.</b> μικρή [[μεταβολή]] της θέσης τών πλανητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διαστολή]] «[[διάκριση]], [[διαχωρισμός]]»]. | |mltxt=η / [[ὑποδιαστολή]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />διαχωριστικό [[σημείο]] με το οποίο χωρίζονται οι συλλαβές μιας λέξης με σκοπό την διάκρισή της από [[άλλη]] ομώνυμη, όπως λ.χ. το ειδικό <i>ότι</i> από το αναφορικό <i>ό</i>,<i>τι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μαθημ.</b> ειδικό γραπτό [[σημείο]] σαν το [[κόμμα]], που χρησιμοποιείται στους δεκαδικούς αριθμούς για να χωρίσει τις ακέραιες μονάδες από τις δεκαδικές, λ.χ. 25,50<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παύση]] μικρής διάρκειας [[κατά]] την [[ανάγνωση]] ή [[απαγγελία]] λέξεων<br /><b>2.</b> μικρή [[μεταβολή]] της θέσης τών πλανητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διαστολή]] «[[διάκριση]], [[διαχωρισμός]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A slight stop, between words in speaking or reading, Quint.Inst.11.3.35.
II mark to divide words from one another (most Greek writing being continuous), e.g. ἔστιν, ἄξιος to distinguish it from ἔστι Νάξιος, Ps.-D.T.674, Sch.D.T.p.24H., al., Eust.701.56, 1465.16.
III slight change in positions of the planets, Vett.Val.73.17.
German (Pape)
[Seite 1215] ἡ, kleinere Trennung, bes. der Wörter im Sprechen, Quinct. 11, 3, 35. Dah. – a) ein kleines Interpunctionszeichen, Komma, Kolon. – b) ein Lesezeichen, wodurch die Sylben eines Wortes ein wenig getrennt werden, um die Verwechslung mit einem andern gleichlautenden zu vermeiden, z. B. ὅ, τι u. ὅτι, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδιαστολή: ἡ грам. слово- или слогоразделение.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδιαστολή: ἡ, μικρὰ στάσις μεταξὺ λέξεων κατὰ τὴν ὁμιλίαν ἢ ἀνάγνωσιν, Quintil 11. 3, 35. ΙΙ. σημεῖον δι’ οὗ διαιροῦνται αἱ συλλαβαὶ λέξεως πρὸς διάκρισιν αὐτῆς ἀπὸ ἑτέρας ὁμοίας, οἷον ὅ,τι (ὅ ἐστιν ὅ τι) πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ὅτι, Εὐστ. 701. 50., 1465. 16, κλπ.
Greek Monolingual
η / ὑποδιαστολή, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
διαχωριστικό σημείο με το οποίο χωρίζονται οι συλλαβές μιας λέξης με σκοπό την διάκρισή της από άλλη ομώνυμη, όπως λ.χ. το ειδικό ότι από το αναφορικό ό,τι
νεοελλ.
μαθημ. ειδικό γραπτό σημείο σαν το κόμμα, που χρησιμοποιείται στους δεκαδικούς αριθμούς για να χωρίσει τις ακέραιες μονάδες από τις δεκαδικές, λ.χ. 25,50
αρχ.
1. παύση μικρής διάρκειας κατά την ανάγνωση ή απαγγελία λέξεων
2. μικρή μεταβολή της θέσης τών πλανητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + διαστολή «διάκριση, διαχωρισμός»].