στραγγίζω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=straggizo
|Transliteration C=straggizo
|Beta Code=straggi/zw
|Beta Code=straggi/zw
|Definition=(στράγξ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[squeeze out]], ὕδωρ Dsc.1.30; στραγγιεῖ τὸ αἷμα <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>1.15</span>; <b class="b2">press, squeeze the water out of</b> crushed olives which have been immersed, <span class="title">Gp.</span>9.32.1:—Pass., Dsc.2.76; ἐρεβίνθους στραγγιζομένους <span class="title">Hippiatr.</span>38; <b class="b3">ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος</b> ibid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med.,= [[στρεύγομαι]], Sch.<span class="bibl">Il.15.511</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>729.50</span>: Act. in same sense, Sch.<span class="bibl">Od.12.351</span>.</span>
|Definition=([[στράγξ]])<br><span class="bld">A</span> [[squeeze out]], ὕδωρ Dsc.1.30; στραγγιεῖ τὸ αἷμα [[LXX]] ''Le.''1.15; [[press]], [[squeeze the water out of]] crushed olives which have been immersed, ''Gp.''9.32.1:—Pass., Dsc.2.76; ἐρεβίνθους στραγγιζομένους ''Hippiatr.''38; <b class="b3">ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος</b> ibid.<br><span class="bld">II</span> Med., = [[στρεύγομαι]], Sch.Il.15.511, ''EM''729.50: Act. in same sense, Sch.Od.12.351.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγίζω''': (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξάγω]], [[ἐκπιέζω]], [[ὕδωρ]] Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ [[αἷμα]] Ἑβδ. (Λευ. Α΄ , 15· - [[πιέζω]], [[ἐκπιέζω]], ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = [[στρεύγομαι]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351.
|lstext='''στραγγίζω''': (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξάγω]], [[ἐκπιέζω]], [[ὕδωρ]] Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ [[αἷμα]] Ἑβδ. (Λευ. Α΄, 15· - [[πιέζω]], [[ἐκπιέζω]], ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = [[στρεύγομαι]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] το [[υγρό]] που περιέχεται σε [[κάτι]] συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «[[στραγγίζω]] τα ρούχα» β. «[[στραγγίζω]] ἐλαίας», Γεωπ.<br />γ. «στραγγιεῑ τὸ [[αἷμα]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διηθώ]], [[σουρώνω]] (α. «[[στραγγίζω]] το [[κρασί]]» β. «ἐστραγγισμένου τοῡ ὕδατος», Ιππιατρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />1.<b>(αμτβ.)</b> [[χάνω]] το [[υγρό]] που περιέχεται [[μέσα]] μου, [[στεγνώνω]] (α. «στράγγιξε [[τελείως]] το [[τυρί]]» β. «άφησα τα χόρτα στο [[σουρωτήρι]] να στραγγίξουν»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πίνω]] ή [[χύνω]] [[τελείως]], ως την τελευταία [[σταγόνα]], το [[υγρό]] από [[δοχείο]] (α. «αυτός, [[παιδί]] μου, στράγγισε ολόκληρη τη [[μπουκάλα]] με το [[κρασί]]» β. «στράγγισα το [[ποτήρι]] μου»)<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την [[ικμάδα]] μου, εξαντλούμαι [[τελείως]] («στράγγισε από την [[κούραση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στραγγίζομαι</i><br />εξαντλούμαι.
|mltxt=ΝΜΑ [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] το [[υγρό]] που περιέχεται σε [[κάτι]] συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «[[στραγγίζω]] τα ρούχα» β. «[[στραγγίζω]] ἐλαίας», Γεωπ.<br />γ. «στραγγιεῖ τὸ [[αἷμα]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διηθώ]], [[σουρώνω]] (α. «[[στραγγίζω]] το [[κρασί]]» β. «ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος», Ιππιατρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />1.<b>(αμτβ.)</b> [[χάνω]] το [[υγρό]] που περιέχεται [[μέσα]] μου, [[στεγνώνω]] (α. «στράγγιξε [[τελείως]] το [[τυρί]]» β. «άφησα τα χόρτα στο [[σουρωτήρι]] να στραγγίξουν»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πίνω]] ή [[χύνω]] [[τελείως]], ως την τελευταία [[σταγόνα]], το [[υγρό]] από [[δοχείο]] (α. «αυτός, [[παιδί]] μου, στράγγισε ολόκληρη τη [[μπουκάλα]] με το [[κρασί]]» β. «στράγγισα το [[ποτήρι]] μου»)<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την [[ικμάδα]] μου, εξαντλούμαι [[τελείως]] («στράγγισε από την [[κούραση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στραγγίζομαι</i><br />εξαντλούμαι.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγίζω Medium diacritics: στραγγίζω Low diacritics: στραγγίζω Capitals: ΣΤΡΑΓΓΙΖΩ
Transliteration A: strangízō Transliteration B: strangizō Transliteration C: straggizo Beta Code: straggi/zw

English (LSJ)

(στράγξ)
A squeeze out, ὕδωρ Dsc.1.30; στραγγιεῖ τὸ αἷμα LXX Le.1.15; press, squeeze the water out of crushed olives which have been immersed, Gp.9.32.1:—Pass., Dsc.2.76; ἐρεβίνθους στραγγιζομένους Hippiatr.38; ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος ibid.
II Med., = στρεύγομαι, Sch.Il.15.511, EM729.50: Act. in same sense, Sch.Od.12.351.

German (Pape)

[Seite 950] ausdrücken, auspressen, πιέζω, Hesych., Diosc. u. LXX.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγίζω: (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω, ἐκπιέζω, ὕδωρ Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ αἷμα Ἑβδ. (Λευ. Α΄, 15· - πιέζω, ἐκπιέζω, ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = στρεύγομαι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351.

Greek Monolingual

ΝΜΑ στράγξ, -γγός]
1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ.
γ. «στραγγιεῖ τὸ αἷμα», ΠΔ)
2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β. «ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος», Ιππιατρ.)
νεοελλ.
1.(αμτβ.) χάνω το υγρό που περιέχεται μέσα μου, στεγνώνω (α. «στράγγιξε τελείως το τυρί» β. «άφησα τα χόρτα στο σουρωτήρι να στραγγίξουν»)
2. μτφ. πίνω ή χύνω τελείως, ως την τελευταία σταγόνα, το υγρό από δοχείο (α. «αυτός, παιδί μου, στράγγισε ολόκληρη τη μπουκάλα με το κρασί» β. «στράγγισα το ποτήρι μου»)
3. χάνω την ικμάδα μου, εξαντλούμαι τελείως («στράγγισε από την κούραση»)
αρχ.
μέσ. στραγγίζομαι
εξαντλούμαι.