εὐμήκης: Difference between revisions
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmikis | |Transliteration C=evmikis | ||
|Beta Code=eu)mh/khs | |Beta Code=eu)mh/khs | ||
|Definition=Dor. εὐμάκης [ | |Definition=Dor. [[εὐμάκης]] [ᾱ], ες, ([[μῆκος]])<br><span class="bld">A</span> [[tall]], Pl.''Prm.''127b, [[Theophrastus]] ''HP''3.9.2, Theoc.14.25; [[long]], ξυστοί Jul.''Or.''2.60a: Comp. εὐμηκέστερος [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''696a17: Sup. εὐμηκέστατος ''PPetr.''2p.14 (iii B.C.), Str.5.2.5.<br><span class="bld">2</span> [[considerable]], [[great]], τύχαι E.''IA''595 (anap.).<br><span class="bld">3</span> [[εὔμηκες]], τό, kind of [[balsam]], Plin.''HN''12.114. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. εὐμάκης [ᾱ], ες, (μῆκος)
A tall, Pl.Prm.127b, Theophrastus HP3.9.2, Theoc.14.25; long, ξυστοί Jul.Or.2.60a: Comp. εὐμηκέστερος Arist.PA696a17: Sup. εὐμηκέστατος PPetr.2p.14 (iii B.C.), Str.5.2.5.
2 considerable, great, τύχαι E.IA595 (anap.).
3 εὔμηκες, τό, kind of balsam, Plin.HN12.114.
German (Pape)
[Seite 1081] ες, von ansehnlicher Länge, groß u. schlank; von Menschen, Plat. Parmen. 127 b, wie Rufin. 19 (V, 76); Alciphr. 3, 67; τρίχες Xen. Equ. 5, 16; Folgde, ὀφιώδη καὶ εὐμηκέστερα Arist. part. an. 7, 13; – übertr., τύχαι, großes Glück, Eur. I. A. 596.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'une bonne longueur, càd grand ou gros.
Étymologie: εὖ, μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
εὐμήκης:
1 большой, крупный, рослый (Ζήνων Plat.; ἄνθρωπος Plut.);
2 большой, объемистый (τὸ κύτος Arst.);
3 длинный (τρίχες Xen.);
4 значительный, великий (τύχαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμήκης: Δωρ. εὐμάκης ᾱ, ες, (μῆκος), ἔχων καλὸν μῆκος, ὑψηλός, Πλάτ. Παρμ. 127Β, Θεόκρ. 14. 25. - Συγκρ. -έστερος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 11· Ὑπερθ., Στράβ. 222. 3) καθόλου, μέγας, τύχαι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 596· μῆκος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10. 11.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ εὐμήκης, -ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης)
1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)
2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῖσε
τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. συνεκδ. σημαντικός, αξιόλογος («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμηκες
είδος βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ουρανομήκης].
Greek Monotonic
εὐμήκης: Δωρ. -μάκης[ᾱ], -ες (μῆκος), αυτός που έχει καλό μήκος, ψηλός, σε Πλάτ., Θεόκρ.