λαιμοτόμος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laimotomos | |Transliteration C=laimotomos | ||
|Beta Code=laimoto/mos | |Beta Code=laimoto/mos | ||
|Definition= | |Definition=λαιμοτόμον,<br><span class="bld">A</span> [[throatcutting]], χείρ E.''IT''444 (lyr.); σίδαρος Tim.''Pers.''142; σφαγίς ''AP''6.306 (Aristo).<br><span class="bld">II</span> proparox. λαιμότομος, ον, [[with the throat cut]], E. ''Hec.''208 (lyr.); [[severed at the throat]], [[κεφαλά]] Id ''IA''776 (lyr.); <b class="b3">Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν</b> the blood dripping from the Gorgon's [[severed head]], Id.''Ion''1054 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0007.png Seite 7]] die Kehle abschneidend, [[χείρ]], Eur. I. T. 444; [[σφαγίς]], Aristo 1 (VI, 306). – Aber λαιμότομος, mit abgeschnittener Kehle, l. d., Eur. Hec. 209; Γοργοῦς λαιμοτόμων ἀπὸ σταλαγμῶν Ion 1055, die Tropfen von dem abgeschnittenen Haupte der Gorgo; sp. D., wie [[φάρυγξ]], Man. 1, 317. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0007.png Seite 7]] die Kehle abschneidend, [[χείρ]], Eur. I. T. 444; [[σφαγίς]], Aristo 1 (VI, 306). – Aber λαιμότομος, mit abgeschnittener Kehle, l. d., Eur. Hec. 209; Γοργοῦς λαιμοτόμων ἀπὸ σταλαγμῶν Ion 1055, die Tropfen von dem abgeschnittenen Haupte der Gorgo; sp. D., wie [[φάρυγξ]], Man. 1, 317. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui coupe la gorge]].<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαιμοτόμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[перерезывающий горло]] ([[χείρ]] Eur.; [[σφαγίς]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[отсекший голову]] (у Горгоны) ([[Περσεύς]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαιμοτόμος''': -ον, ὁ κόπτων τὸν λαιμόν, Περσεὺς Εὐρ. Ἠλ. 459· χεὶρ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 444· σφαγὶς Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. προπαροξ. λαιμότομος, ον, ἔχων τὸν λαιμὸν κεκομμένον, ἀποτετμημένος τὸν λαιμὸν, Εὐρ. Ἑκ. 207· κεφαλὴ ὁ αὐτ. Ι. Α. 776· Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν, τὸ [[αἷμα]] στάζον ἀπὸ τῆς ἀποτμηθείσης κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1055, πρβλ. [[λαιμότμητος]]. | |lstext='''λαιμοτόμος''': -ον, ὁ κόπτων τὸν λαιμόν, Περσεὺς Εὐρ. Ἠλ. 459· χεὶρ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 444· σφαγὶς Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. προπαροξ. λαιμότομος, ον, ἔχων τὸν λαιμὸν κεκομμένον, ἀποτετμημένος τὸν λαιμὸν, Εὐρ. Ἑκ. 207· κεφαλὴ ὁ αὐτ. Ι. Α. 776· Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν, τὸ [[αἷμα]] στάζον ἀπὸ τῆς ἀποτμηθείσης κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1055, πρβλ. [[λαιμότμητος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαιμοτόμος]], -ον (α)<br />αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[κεφαλοτόμος]], [[φυλλοτόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λαιμο-[[τόμος]], ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">I.</b> [[throat]]-[[cutting]], Eur., Anth.<br /><b class="num">II.</b> proparox. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
λαιμοτόμον,
A throatcutting, χείρ E.IT444 (lyr.); σίδαρος Tim.Pers.142; σφαγίς AP6.306 (Aristo).
II proparox. λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec.208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id.Ion1054 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 7] die Kehle abschneidend, χείρ, Eur. I. T. 444; σφαγίς, Aristo 1 (VI, 306). – Aber λαιμότομος, mit abgeschnittener Kehle, l. d., Eur. Hec. 209; Γοργοῦς λαιμοτόμων ἀπὸ σταλαγμῶν Ion 1055, die Tropfen von dem abgeschnittenen Haupte der Gorgo; sp. D., wie φάρυγξ, Man. 1, 317.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
λαιμοτόμος:
1 перерезывающий горло (χείρ Eur.; σφαγίς Anth.);
2 отсекший голову (у Горгоны) (Περσεύς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λαιμοτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὸν λαιμόν, Περσεὺς Εὐρ. Ἠλ. 459· χεὶρ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 444· σφαγὶς Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. προπαροξ. λαιμότομος, ον, ἔχων τὸν λαιμὸν κεκομμένον, ἀποτετμημένος τὸν λαιμὸν, Εὐρ. Ἑκ. 207· κεφαλὴ ὁ αὐτ. Ι. Α. 776· Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν, τὸ αἷμα στάζον ἀπὸ τῆς ἀποτμηθείσης κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1055, πρβλ. λαιμότμητος.
Greek Monolingual
λαιμοτόμος, -ον (α)
αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλοτόμος, φυλλοτόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].
Greek Monotonic
λαιμοτόμος: -ον (τέμνω),
I. αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.
II. προπαροξ., λαιμότομος, -ον, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί, αίμα που στάζει από το κομμένο κεφάλι της Γοργώς, στον ίδ.
Middle Liddell
λαιμο-τόμος, ον τέμνω
I. throat-cutting, Eur., Anth.
II. proparox.