ψευδομάρτυς: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psevdomartys
|Transliteration C=psevdomartys
|Beta Code=yeudoma/rtus
|Beta Code=yeudoma/rtus
|Definition=ῠρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[false witness]], pl. in <span class="bibl">Gorg.<span class="title">Pal.</span>23</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span> 472b</span>, <span class="bibl">Critias 61</span>: sg., <span class="title">IG</span>5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): <b class="b3">ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ</b> [[false witnesses]] about God, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>15.15</span>; as Adj., <b class="b3">τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα</b> the action [[for false witness]], IGl.c. l. 8; <b class="b3">ψ. τιμαί</b> honours [[attesting no real]] merit, Plu.2.821f.</span>
|Definition=ῠρος, ὁ, [[false witness]], pl. in Gorg.''Pal.''23, [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 472b, Critias 61: sg., ''IG''5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): <b class="b3">ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ</b> [[false witnesses]] about God, ''1 Ep.Cor.''15.15; as adjective, <b class="b3">τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα</b> the action [[for false witness]], IGl.c. l. 8; <b class="b3">ψ. τιμαί</b> honours [[attesting no real]] merit, Plu.2.821f.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1394.png Seite 1394]] υρος, ὁ, = [[ψευδομάρτυρ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1394.png Seite 1394]] υρος, ὁ, = [[ψευδομάρτυρ]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ψευδομάρτυς''': -ῠρος, ὁ, [[ψευδὴς]] [[μάρτυς]], Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.
|btext=υρος (ὁ) :<br />[[celui qui repose sur un faux témoignage]].<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[μάρτυς]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=υρος () :<br />celui qui repose sur un faux témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[μάρτυς]].
|elnltext=ψευδομάρτυς -υρος, &#91;[[ψευδής]], [[μάρτυς]]] [[valse getuige]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και [[ψευδομάρτυρας]] και [[ψευτομάρτυρας]], ο, Ν<br />[[μάρτυρας]] που συνειδητά δίνει ψευδή [[κατάθεση]], που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «[[είναι]] [[γνωστός]] [[ψευδομάρτυρας]]» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ [[εὗρον]], ΚΔ<br />γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῡ παρασχόμενος ἐπιχειρεῑς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i>].
|mltxt=-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και [[ψευδομάρτυρας]] και [[ψευτομάρτυρας]], ο, Ν<br />[[μάρτυρας]] που συνειδητά δίνει ψευδή [[κατάθεση]], που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «[[είναι]] [[γνωστός]] [[ψευδομάρτυρας]]» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ [[εὗρον]], ΚΔ<br />γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῦ παρασχόμενος ἐπιχειρεῖς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψευδομάρτυς:''' -ῠρος, ὁ, [[ψευδής]] [[μάρτυρας]], [[ψεύδορκος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ψευδομάρτυς:''' -ῠρος, ὁ, [[ψευδής]] [[μάρτυρας]], [[ψεύδορκος]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.
|lstext='''ψευδομάρτυς''': -ῠρος, ὁ, [[ψευδὴς]] [[μάρτυς]], Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψευδο-[[μάρτυς]], ῠρος, ὁ,<br />a false [[witness]], Plat.
|mdlsjtxt=ψευδο-[[μάρτυς]], ῠρος, ὁ,<br />a false [[witness]], Plat.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-υροςἈπ' τό [[ψευδής]] + [[μάρτυς]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[ψεύδω]].
}}
{{trml
|trtx=Ancient Greek: [[ψευδομάρτυς]]; Bulgarian: лъжесвидетел; Czech: křivopřísežník; Finnish: valapatto; French: [[faux témoin]], [[parjure]]; German: [[Meineidige]]; Irish: ainteastach; Italian: [[spergiuro]], [[spergiura]]; Maori: kaioati teka; Norwegian: løftebryter; Old English: mānswara; Russian: [[лжесвидетель]], [[клятвопреступник]]; Spanish: [[perjurador]], [[perjuradora]]; Swedish: menedare
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδομάρτυς Medium diacritics: ψευδομάρτυς Low diacritics: ψευδομάρτυς Capitals: ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΣ
Transliteration A: pseudomártys Transliteration B: pseudomartys Transliteration C: psevdomartys Beta Code: yeudoma/rtus

English (LSJ)

ῠρος, ὁ, false witness, pl. in Gorg.Pal.23, Pl.Grg. 472b, Critias 61: sg., IG5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ false witnesses about God, 1 Ep.Cor.15.15; as adjective, τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα the action for false witness, IGl.c. l. 8; ψ. τιμαί honours attesting no real merit, Plu.2.821f.

German (Pape)

[Seite 1394] υρος, ὁ, = ψευδομάρτυρ.

French (Bailly abrégé)

υρος (ὁ) :
celui qui repose sur un faux témoignage.
Étymologie: ψευδής, μάρτυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.

Greek Monolingual

-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν
μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ εὗρον, ΚΔ
γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῦ παρασχόμενος ἐπιχειρεῖς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μάρτυς, -υρος].

Greek Monotonic

ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδής μάρτυρας, ψεύδορκος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδὴς μάρτυς, Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.

Middle Liddell

ψευδο-μάρτυς, ῠρος, ὁ,
a false witness, Plat.

Mantoulidis Etymological

-υροςἈπ' τό ψευδής + μάρτυς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ψεύδω.

Translations

Ancient Greek: ψευδομάρτυς; Bulgarian: лъжесвидетел; Czech: křivopřísežník; Finnish: valapatto; French: faux témoin, parjure; German: Meineidige; Irish: ainteastach; Italian: spergiuro, spergiura; Maori: kaioati teka; Norwegian: løftebryter; Old English: mānswara; Russian: лжесвидетель, клятвопреступник; Spanish: perjurador, perjuradora; Swedish: menedare