παροίνιος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(13_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroinios | |Transliteration C=paroinios | ||
|Beta Code=paroi/nios | |Beta Code=paroi/nios | ||
|Definition= | |Definition=παροίνιον,<br><span class="bld">A</span> [[falsa lectio|f.l.]] for [[πάροινος]], Id.''Ach.''981.<br><span class="bld">II</span> [[befitting a drinking party]], [[ὄρχησις]] Ath.14.629e, cf. Luc.''Salt.''34; [[ἀγών]] Ph.1.353; παροίνιοι ᾠδαί, παροίνια μέλη, [[drinking]] [[song]]s, Sch.Ar.''V.''1217,1231; <b class="b3">τὰ Πραξίλλης παροίνια</b> = [[drinking]] [[song]]s, ib.1232; τρυφερὰ καὶ παροίνια γράφειν Plu. ''Dem.''4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] zum Weine gehörig, dabei gebräuchlich, z. B. [[ᾆσμα]], [[ὄρχησις]], Ath. XIV, 629 e Luc. salt. 34, u. dergleichen; daher τὰ παροίνια, sc. [[μέλη]], Trinklieder, Böckh Pind. frg. p. 555, wie Schol. Ar. Vesp. 1231 σκόλια erkl. τὰ παροίνια [[μέλη]]; vgl. Plut. Dem. 4. – Von Menschen, trunken, in der Trunkenheit stech, Ar. Ach. 981, wo der Schol. [[μέθυσος]] καὶ [[ὑβριστής]] erkl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] zum Weine gehörig, dabei gebräuchlich, z. B. [[ᾆσμα]], [[ὄρχησις]], Ath. XIV, 629 e Luc. salt. 34, u. dergleichen; daher τὰ παροίνια, ''[[sc.]]'' [[μέλη]], Trinklieder, Böckh Pind. frg. p. 555, wie Schol. Ar. Vesp. 1231 σκόλια erkl. τὰ παροίνια [[μέλη]]; vgl. Plut. Dem. 4. – Von Menschen, trunken, in der Trunkenheit stech, Ar. Ach. 981, wo der Schol. [[μέθυσος]] καὶ [[ὑβριστής]] erkl. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui concerne l'ivresse <i>ou</i> les gens ivres ; τὰ παροίνια ([[μέλη]]) PLUT les chansons à boire, les chansons bachiques.<br />'''Étymologie:''' [[πάροινος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παροίνιος -ον [πάροινος] tot het drinkgelag behorend:. τὸ Φρύγιον τῆς ὀρχήσεως εἶδος τὸ παροίνιον de Frygische vorm van dansen bij het drinken Luc. 45.34; ποιητοῦ... παροίνια γράφοντος... μέμνηνται ze spreken over hem als een auteur van drinkliederen Plut. Demosth. 4.6. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παροίνιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[пьяный]], [[разгульный]] Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[сопровождаемый попойкой]] ([[ὄρχησις]] Luc.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ον, Α [[πάροινος]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχημονεί στο [[μεθύσι]] του, που κάνει [[κακό]] [[μεθύσι]] («ὅτι [[παροίνιος]] [[ἀνήρ]] ἔφυ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή αρμόζει στο [[κρασί]], στο [[μεθύσι]], ή αυτός που συνοδεύει την [[οινοποσία]], τα συμπόσια (α. «ἀγὼν [[παροίνιος]]», Φίλ.<br />β. «ἰωνικὴ [[ὄρχησις]] [[παροίνιος]]», <b>Αθήν.</b><br />γ. «παροίνιοι ᾠδαὶ» ή «παροίνια [[μέλη]]» — τα άσματα που έψαλλαν στα συμπόσια, όπως ήταν τα σκόλια). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παροίνιος:''' -ον ([[οἶνος]]),<br /><b class="num">I.</b> = [[παροινικός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αρμόζει σε όμιλο συμποσιαζόντων, σε Λουκ.· <i>παροίνια</i>, τραγούδια που ακούγονται σε συμπόσια, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παροίνιος''': -ον, ([[οἶνος]]) = [[παροινικός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 981. ΙΙ. ὁ ἁρμόζων. εἰς ὅμιλον συμποσιαζόντων, ᾆσμα, [[ὄρχησις]], Ἀθήν. 629Ε, Λουκ. π. Ὀρχ. 34· τὰ παροίνια, ᾄσματα ἀνήκοντα εἰς συμπόσια, ὡς τὰ σκόλια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1232· τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Πλουτ. Δημοσθ. 4· πρβλ Böckh εἰς Πίνδ. Ἀποσπ. σ. 555. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παροίνιος]], ον, [[οἶνος]]<br /><b class="num">I.</b> = [[παροινικός]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[befitting]] a [[drinking]] [[party]], Luc.; παροίνια [[drinking]] songs, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
παροίνιον,
A f.l. for πάροινος, Id.Ach.981.
II befitting a drinking party, ὄρχησις Ath.14.629e, cf. Luc.Salt.34; ἀγών Ph.1.353; παροίνιοι ᾠδαί, παροίνια μέλη, drinking songs, Sch.Ar.V.1217,1231; τὰ Πραξίλλης παροίνια = drinking songs, ib.1232; τρυφερὰ καὶ παροίνια γράφειν Plu. Dem.4.
German (Pape)
[Seite 525] zum Weine gehörig, dabei gebräuchlich, z. B. ᾆσμα, ὄρχησις, Ath. XIV, 629 e Luc. salt. 34, u. dergleichen; daher τὰ παροίνια, sc. μέλη, Trinklieder, Böckh Pind. frg. p. 555, wie Schol. Ar. Vesp. 1231 σκόλια erkl. τὰ παροίνια μέλη; vgl. Plut. Dem. 4. – Von Menschen, trunken, in der Trunkenheit stech, Ar. Ach. 981, wo der Schol. μέθυσος καὶ ὑβριστής erkl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne l'ivresse ou les gens ivres ; τὰ παροίνια (μέλη) PLUT les chansons à boire, les chansons bachiques.
Étymologie: πάροινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροίνιος -ον [πάροινος] tot het drinkgelag behorend:. τὸ Φρύγιον τῆς ὀρχήσεως εἶδος τὸ παροίνιον de Frygische vorm van dansen bij het drinken Luc. 45.34; ποιητοῦ... παροίνια γράφοντος... μέμνηνται ze spreken over hem als een auteur van drinkliederen Plut. Demosth. 4.6.
Russian (Dvoretsky)
παροίνιος:
1 пьяный, разгульный Arph.;
2 сопровождаемый попойкой (ὄρχησις Luc.).
Greek Monolingual
ον, Α πάροινος
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του, που κάνει κακό μεθύσι («ὅτι παροίνιος ἀνήρ ἔφυ», Αριστοφ.)
2. αυτός που γίνεται ή αρμόζει στο κρασί, στο μεθύσι, ή αυτός που συνοδεύει την οινοποσία, τα συμπόσια (α. «ἀγὼν παροίνιος», Φίλ.
β. «ἰωνικὴ ὄρχησις παροίνιος», Αθήν.
γ. «παροίνιοι ᾠδαὶ» ή «παροίνια μέλη» — τα άσματα που έψαλλαν στα συμπόσια, όπως ήταν τα σκόλια).
Greek Monotonic
παροίνιος: -ον (οἶνος),
I. = παροινικός, σε Αριστοφ.
II. αυτός που αρμόζει σε όμιλο συμποσιαζόντων, σε Λουκ.· παροίνια, τραγούδια που ακούγονται σε συμπόσια, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παροίνιος: -ον, (οἶνος) = παροινικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 981. ΙΙ. ὁ ἁρμόζων. εἰς ὅμιλον συμποσιαζόντων, ᾆσμα, ὄρχησις, Ἀθήν. 629Ε, Λουκ. π. Ὀρχ. 34· τὰ παροίνια, ᾄσματα ἀνήκοντα εἰς συμπόσια, ὡς τὰ σκόλια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1232· τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Πλουτ. Δημοσθ. 4· πρβλ Böckh εἰς Πίνδ. Ἀποσπ. σ. 555.
Middle Liddell
παροίνιος, ον, οἶνος
I. = παροινικός, Ar.
II. befitting a drinking party, Luc.; παροίνια drinking songs, Plut.