πάραυτα: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parafta | |Transliteration C=parafta | ||
|Beta Code=pa/rauta | |Beta Code=pa/rauta | ||
|Definition=or [[παραυτά]], Adv. for [[παρ' αὐτά]] (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὰ πράγματα</b>), [[immediately]], [[straightway]], | |Definition=or [[παραυτά]], Adv. for [[παρ' αὐτά]] (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὰ πράγματα</b>), [[immediately]], [[straightway]], A.''Ag.''737 (lyr.), D.23.157; π. δ' ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ E.''Fr.''1079.5 codd. Stob., cf. Plb. 23.5.11; ἡ π. χάρις Id.38.11.11 (better divisim, [[παρ' αὐτά]]) <b class="b3">; τὸ π. πεφυγμένον κακόν</b> prob. in Epicur.''Fr.''423.2. c. gen., ἥκοντες π. τοῦθανεῖν Socr.''Ep.''11 (Aristipp.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
or παραυτά, Adv. for παρ' αὐτά (sc. τὰ πράγματα), immediately, straightway, A.Ag.737 (lyr.), D.23.157; π. δ' ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ E.Fr.1079.5 codd. Stob., cf. Plb. 23.5.11; ἡ π. χάρις Id.38.11.11 (better divisim, παρ' αὐτά) ; τὸ π. πεφυγμένον κακόν prob. in Epicur.Fr.423.2. c. gen., ἥκοντες π. τοῦθανεῖν Socr.Ep.11 (Aristipp.).
Greek (Liddell-Scott)
πάραυτᾰ: Ἐπίρρ. ἀντὶ παρ’ αὐτὰ (ἐξυπακ. τὰ πράγματα), = παραυτίκα ἢ παραχρῆμα, παρευθύς, π. δ’ ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ Εὐρ. Ἀποσπ. 1061, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 11· ἡ π. χάρις ὁ αὐτ. 98. 3, 11. ΙΙ. καθ’ ὅμοιον τρόπον, Λατ. perinde, Αἰσχύλ. Ἀγ. 737, Δημ. 672. 5, Διόδ. 12. 20. 2) μετὰ γεν., κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σωκρ. Ἐπιστ. 11. ― Τινὲς τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι: παρ’ αὐτὰ ἐν διαστάσει. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 369.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και παραυτά Α και πάραυτας Ν
(επίρρ. χρον.) αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή, αυθωρεί (α. «πάραυτ' η γνώμη ντου άλλαξε», Ερωτόκρ.
β. «πάραυτα δ' ἐλθεῖν ἐς Ἰλίου πόλιν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. προς στιγμή, στιγμιαία
2. κατά τον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα («πάραυτα τοῦ θανεῖν», Σωκρ. Επιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρ' αὐτὰ με συνεκφορά (πρβλ. κάταυτα)].
Greek Monotonic
πάραυτᾰ: επίρρ. αντί παρ' αὐτά (ενν. τὰ πράγματα), με παρόμοιο τρόπο, Λατ. perinde ή (όπως σε άλλους) = παραυτίκα, στην αρχή, σε Αισχίν., Δημ.
Frisk Etymological English
-ιά
Grammatical information: adv.
Meaning: innediately (Aesch., D)
Middle Liddell
in like manner, Lat. perinde or (as others) = παραυτίκα, at first, Aesch., Dem.