πρόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=promoiros
|Transliteration C=promoiros
|Beta Code=pro/moiros
|Beta Code=pro/moiros
|Definition=ον, (μοῖρα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[before the destined term]], i.e. [[untimely]], of death, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>49</span>, <span class="bibl">Man.1.276</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of persons, [[doomed to untimely death]], AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, <b class="b2">dead before their time, Epigr. Gr</b>.<span class="bibl">418</span> (Cyrene), <span class="title">IG</span>14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. <b class="b3">-ρως</b> ib. 1932 (ibid.), <span class="title">BMus.Inscr.</span>794.10 (Cnidus).</span>
|Definition=πρόμοιρον, ([[μοῖρα]])<br><span class="bld">A</span> [[before the destined term]], i.e. [[untimely]], of death, Ael.''Fr.''49, Man.1.276.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[doomed to untimely death]], AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, [[dead before their time]], [[Epigr. Gr]].418 (Cyrene), ''IG''14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. [[προμοίρως]] ib. 1932 (ibid.), ''BMus.Inscr.''794.10 (Cnidus).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui devance les destins, prématuré.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μοῖρα]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui devance les destins]], [[prématuré]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μοῖρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόμοιρος:''' [[постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη [[μοίρα]] ορισμένο χρόνο, δηλ. [[πρόωρος]], λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
|lsmtext='''πρόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη [[μοίρα]] ορισμένο χρόνο, δηλ. [[πρόωρος]], λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόμοιρος:''' [[постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-μοιρος, ον, [[μοῖρα]]<br />[[before]] the [[destined]] [[term]], i. e. [[untimely]], of [[death]], Anth.
|mdlsjtxt=πρό-μοιρος, ον, [[μοῖρα]]<br />[[before]] the [[destined]] [[term]], i. e. [[untimely]], of [[death]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμοιρος Medium diacritics: πρόμοιρος Low diacritics: πρόμοιρος Capitals: ΠΡΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: prómoiros Transliteration B: promoiros Transliteration C: promoiros Beta Code: pro/moiros

English (LSJ)

πρόμοιρον, (μοῖρα)
A before the destined term, i.e. untimely, of death, Ael.Fr.49, Man.1.276.
2 of persons, doomed to untimely death, AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, dead before their time, Epigr. Gr.418 (Cyrene), IG14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. προμοίρως ib. 1932 (ibid.), BMus.Inscr.794.10 (Cnidus).

German (Pape)

[Seite 735] vor dem Geschick; θάνατος, frühzeitig, Ael. bei Suid. νεολαία, s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως θανεῖν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui devance les destins, prématuré.
Étymologie: πρό, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

πρόμοιρος: постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πρόμοιρος: -ον, (μοῖρα) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, πρόωρος, ἄωρος, ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο τέλος ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και πρόμοιρις, -οίριος, Α
1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος
2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωρα
β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο.
επίρρ...
προμοίρως
με πρόωρο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μοιρος (< μοῖρα)].

Greek Monotonic

πρόμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη μοίρα ορισμένο χρόνο, δηλ. πρόωρος, λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.

Middle Liddell

πρό-μοιρος, ον, μοῖρα
before the destined term, i. e. untimely, of death, Anth.