μιμηλός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mimilos
|Transliteration C=mimilos
|Beta Code=mimhlo/s
|Beta Code=mimhlo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[imitative]], τέχνη <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>33</span>; γραφίς <span class="bibl">Man. 6.525</span>; [πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>3.16</span>: c. gen., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>17</span> (Sup.); βιότου <span class="title">AP</span>9.280 (Apollonid.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[imitated]], [[copied]], [[εἰκών]] [[portrait]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>2</span>. Adv.-λῶς <span class="bibl">Eust.6.7</span>, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[δρᾶμα]].</span>
|Definition=μιμηλή, μιμηλόν,<br><span class="bld">A</span> [[imitative]], τέχνη Luc.''JTr.''33; γραφίς Man. 6.525; [πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον Gal.''UP''3.16: c. gen., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Luc.''Im.''17 (Sup.); βιότου ''AP''9.280 (Apollonid.).<br><span class="bld">II</span> Pass., [[imitated]], [[copied]], [[εἰκών]] [[portrait]], Plu.''Ages.''2. Adv. [[μιμηλῶς]] Eust.6.7, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[δρᾶμα]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμηλός Medium diacritics: μιμηλός Low diacritics: μιμηλός Capitals: ΜΙΜΗΛΟΣ
Transliteration A: mimēlós Transliteration B: mimēlos Transliteration C: mimilos Beta Code: mimhlo/s

English (LSJ)

μιμηλή, μιμηλόν,
A imitative, τέχνη Luc.JTr.33; γραφίς Man. 6.525; [πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον Gal.UP3.16: c. gen., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Luc.Im.17 (Sup.); βιότου AP9.280 (Apollonid.).
II Pass., imitated, copied, εἰκών portrait, Plu.Ages.2. Adv. μιμηλῶς Eust.6.7, Suid. s.v. δρᾶμα.

German (Pape)

[Seite 186] nachahmend, geschickt im Nachahmen; μιμηλότατοι τεχνιτῶν, Luc. Imag. 17; Pisc. 36; vgl. μιμηλὸν βιότου πτερόν, Apollnds 22 (IX, 280). – Eine Art Komödie, Suid. v. Σωσάβιος. – Pass., nachgeahmt, Plut. Agesil. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui imite, habile à imiter;
2 imité, contrefait ; ἡ μιμηλά (εἰκών) image dor.
Sp. μιμηλότατος.
Étymologie: μιμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

μῑμηλός:
1 изобразительный, подражательный, способный изображать (τέχνη Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;
2 изображенный, воспроизведенный с натуры (εἰκών Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑμηλός: -ή, -όν, μιμητικός, τέχνη Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 33· γραφὶς Μανέθων 6. 525· μετὰ γεν., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Λουκ. Εἰκόν. 17· βιότου Ἀνθ. Π. 9. 280· γελοίων Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. Παθ., μεμιμημένος, κατὰ μίμησιν πεποιημένος, εἰκὼν Πλουτ. Ἀγησ. 2, πρβλ. 2. 215Α. Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ. 6. 7, κτλ.

Greek Monolingual

μιμηλός, -ή, -όν (Α)
1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός
2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' απομίμηση.
επίρρ...
μιμηλῶς (Μ)
μιμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπνηλός, σφριγηλός)].

Greek Monotonic

μῑμηλός: -ή, -όν,
I. μιμητικός, με γεν., σε Λουκ., Ανθ.
II. Παθ., αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μῑμηλός, ή, όν
I. imitative, c. gen., Luc., Anth.
II. pass. imitated, copied, Plut. [from μιμέομαι