ἀπουρίζω: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apourizo | |Transliteration C=apourizo | ||
|Beta Code=a)pouri/zw | |Beta Code=a)pouri/zw | ||
|Definition=([[οὖρος]] < | |Definition=([[οὖρος]]<br><span class="bld">A</span> = [[ὅρος]]) only in Il.22.489 <b class="b3">ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν</b> (lon. for [[ἀφοριοῦνται]], Sch.Ven.A) [[ἀρούρας]] others [[will mark off the boundaries of]] his fields, i.e. [[take]] them [[away from]] him; better [[ἀπουρήσουσι]] will take away; cf. [[ἀπούρας]].<br><span class="bld">II</span> [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐπουρίζω]], Ph.1.668. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπουρίζω''': μέλλ. -ίσω· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ | |lstext='''ἀπουρίζω''': μέλλ. -ίσω· [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, [[ὅπερ]] ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
(οὖρος
A = ὅρος) only in Il.22.489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν (lon. for ἀφοριοῦνται, Sch.Ven.A) ἀρούρας others will mark off the boundaries of his fields, i.e. take them away from him; better ἀπουρήσουσι will take away; cf. ἀπούρας.
II v.l. for ἐπουρίζω, Ph.1.668.
Spanish (DGE)
v. ἀφορίζω.
German (Pape)
[Seite 333] nur Il. 22, 489, als v.l., ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, ion. statt ἀφορίζω, sie werden ihm die Felder abgrenzen, d. i. schmälern; besser ist die andere Lesart ἀπουρήσουσιν, sie werden wegnehmen, s. ἀπαυράω; vgl. Buttm. Lexil. I p. 78.
French (Bailly abrégé)
seul. f. 3ᵉ pl. ἀπουρίσσουσιν;
1 ion. c. ἀφορίζω;
2 déplacer les bornes (d'un champ), càd empiéter sur, usurper.
Étymologie: ἀπό, οὐρίζω².
Russian (Dvoretsky)
ἀπουρίζω: (только 3 л. pl. fut. ἀπουρίσσουσιν) смешать границы, т. е. убавлять (ἀρούρας Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπουρίζω: μέλλ. -ίσω· ἐντεῦθεν τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, ὅπερ ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2.
English (Autenrieth)
(οὖρος): only fut., ἀπουρίσσουσιν ἀρούρᾶς, shall remove the boundary stones of (i. e. appropriate) his fields, Il. 22.489†.
Greek Monolingual
ἀπουρίζω (Α) [[[ούρος]]=όρος]
καθορίζω τα σύνορα.
Greek Monotonic
ἀπουρίζω: Επικ. αντί ἀφ-ορίζω· Επικ. μέλ. ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι διαβάζουν ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι (από ἀπ-αυράω), θα αφαιρέσουν.
Middle Liddell
[ἀφόριζω]
will mark off, i. e. contract, the boundaries of his fields, Il.: others read ἀπ-ουρήσουσι, = ἀπ-αυρήσουσι (from ἀπ-αυράω) will take away.