ἐξεταστής: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksetastis | |Transliteration C=eksetastis | ||
|Beta Code=e)cetasth/s | |Beta Code=e)cetasth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξεταστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[examiner]], [[inquirer into]], τινός D.H.2.67, Plu.''Ages.''11.<br><span class="bld">2</span> [[auditor of public accounts]], Arist.''Pol.''1322b11, ''SIG''284.10 (Erythrae), 976.77 (Samos), 1015.32 (Halic.).<br><span class="bld">3</span> at Athens, [[officer who checked payments to]] [[ξένοι]], etc., Aeschin.1.113, ''IG'' 22.641 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ὁ, der Prüfende, Untersucher, – a) in Athen eine Behörde, die die Vollzähligkeit der Söldnerheere untersuchen mußte, Aesch. 1, 113; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 315. – b) eine Behörde zur Abnahme der Rechenschaft der Beamten, Arist. pol. 6, 8. – c) allgemein, τῶν κλαπέντων Plut. Ages. 11; Luc. Gall. 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ὁ, der Prüfende, Untersucher, – a) in Athen eine Behörde, die die Vollzähligkeit der Söldnerheere untersuchen mußte, Aesch. 1, 113; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 315. – b) eine Behörde zur Abnahme der Rechenschaft der Beamten, Arist. pol. 6, 8. – c) allgemein, τῶν κλαπέντων Plut. Ages. 11; Luc. Gall. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui examine]], [[qui fait une enquête]];<br /><b>2</b> <i>particul.</i> ἐξεταστὴς τῶν [[ξένων]] ESCHN magistrat chargé de vérifier le montant de la solde des troupes mercenaires, à Athènes;<br /><b>3</b> magistrat ayant pouvoir de contrôler d'autres magistrats (Samos).<br />'''Étymologie:''' [[ἐξετάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξεταστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[осуществляющий проверку]], [[следователь]] ([[πικρός]] Luc., Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исследователь]] (τῆς ἀληθείας Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[эксетаст]], [[государственный ревизор]], [[контролер]] Arst.: ἐ. τῶν [[ξένων]] Aeschin. (в Афинах) эксетаст по делам иноземных (т. е. наемных) войск. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξεταστής''': -οῦ, ὁ ἐξετάζων, ὁ σταθμίζων, ὁ ἀνακρίνων, ὧν ἐξετασταί τε καὶ κολασταὶ κατὰ νόμον εἰσὶν οἱ ἱεροφάνται Διον. Ἁλ. 2. 67, Πλούτ. Ἀγησ. 11. 2) ἔν τισι πολιτείαις = ἐλεγκτὴς δημοσίων λογαριασμῶν, [[λογιστής]], Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16. 3) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων οὗ [[ἔργον]] ἦν τὸ ἐξελέγχειν τὸν ἀριθμὸν τῶν μισθοφόρων (ξένων) [[ὅπως]] μὴ συμβαίνῃ [[κατάχρησις]] ἐν τῇ πληρωμῇ τοῦ μισθοῦ αὐτῶν, Αἰσχίν. 16. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 106 ([[ἔνθα]] ἴδε Böckh). Ἴδε καὶ Α. Β. 252. 6. | |lstext='''ἐξεταστής''': -οῦ, ὁ ἐξετάζων, ὁ σταθμίζων, ὁ ἀνακρίνων, ὧν ἐξετασταί τε καὶ κολασταὶ κατὰ νόμον εἰσὶν οἱ ἱεροφάνται Διον. Ἁλ. 2. 67, Πλούτ. Ἀγησ. 11. 2) ἔν τισι πολιτείαις = ἐλεγκτὴς δημοσίων λογαριασμῶν, [[λογιστής]], Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16. 3) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων οὗ [[ἔργον]] ἦν τὸ ἐξελέγχειν τὸν ἀριθμὸν τῶν μισθοφόρων (ξένων) [[ὅπως]] μὴ συμβαίνῃ [[κατάχρησις]] ἐν τῇ πληρωμῇ τοῦ μισθοῦ αὐτῶν, Αἰσχίν. 16. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 106 ([[ἔνθα]] ἴδε Böckh). Ἴδε καὶ Α. Β. 252. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξεταστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἐξετάζω]]), [[ανακριτής]], [[επιθεωρητής]], σε Πλούτ.· στην Αθήνα, ο [[ταμίας]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἐξεταστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἐξετάζω]]), [[ανακριτής]], [[επιθεωρητής]], σε Πλούτ.· στην Αθήνα, ο [[ταμίας]], σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐξεταστής]], οῦ, [[ἐξετάζω]]<br />an [[examiner]], [[inquirer]], Plut.: at [[Athens]], a [[paymaster]], Aeschin. | |mdlsjtxt=[[ἐξεταστής]], οῦ, [[ἐξετάζω]]<br />an [[examiner]], [[inquirer]], Plut.: at [[Athens]], a [[paymaster]], Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξεταστοῦ, ὁ,
A examiner, inquirer into, τινός D.H.2.67, Plu.Ages.11.
2 auditor of public accounts, Arist.Pol.1322b11, SIG284.10 (Erythrae), 976.77 (Samos), 1015.32 (Halic.).
3 at Athens, officer who checked payments to ξένοι, etc., Aeschin.1.113, IG 22.641 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, der Prüfende, Untersucher, – a) in Athen eine Behörde, die die Vollzähligkeit der Söldnerheere untersuchen mußte, Aesch. 1, 113; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 315. – b) eine Behörde zur Abnahme der Rechenschaft der Beamten, Arist. pol. 6, 8. – c) allgemein, τῶν κλαπέντων Plut. Ages. 11; Luc. Gall. 22.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui examine, qui fait une enquête;
2 particul. ἐξεταστὴς τῶν ξένων ESCHN magistrat chargé de vérifier le montant de la solde des troupes mercenaires, à Athènes;
3 magistrat ayant pouvoir de contrôler d'autres magistrats (Samos).
Étymologie: ἐξετάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεταστής: οῦ ὁ
1 осуществляющий проверку, следователь (πικρός Luc., Plut.);
2 исследователь (τῆς ἀληθείας Plut.);
3 эксетаст, государственный ревизор, контролер Arst.: ἐ. τῶν ξένων Aeschin. (в Афинах) эксетаст по делам иноземных (т. е. наемных) войск.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεταστής: -οῦ, ὁ ἐξετάζων, ὁ σταθμίζων, ὁ ἀνακρίνων, ὧν ἐξετασταί τε καὶ κολασταὶ κατὰ νόμον εἰσὶν οἱ ἱεροφάνται Διον. Ἁλ. 2. 67, Πλούτ. Ἀγησ. 11. 2) ἔν τισι πολιτείαις = ἐλεγκτὴς δημοσίων λογαριασμῶν, λογιστής, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16. 3) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων οὗ ἔργον ἦν τὸ ἐξελέγχειν τὸν ἀριθμὸν τῶν μισθοφόρων (ξένων) ὅπως μὴ συμβαίνῃ κατάχρησις ἐν τῇ πληρωμῇ τοῦ μισθοῦ αὐτῶν, Αἰσχίν. 16. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 106 (ἔνθα ἴδε Böckh). Ἴδε καὶ Α. Β. 252. 6.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) εξετάζω
νεοελλ.
1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ.
2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους
αρχ.-μσν.
κριτής, δικαστής
αρχ.
1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών
2. (στην Αθήνα) αυτός που είχε ως καθήκον να ελέγχει τη μισθοδοσία τών μισθοφορικών στρατευμάτων.
Greek Monotonic
ἐξεταστής: -οῦ, ὁ (ἐξετάζω), ανακριτής, επιθεωρητής, σε Πλούτ.· στην Αθήνα, ο ταμίας, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ἐξεταστής, οῦ, ἐξετάζω
an examiner, inquirer, Plut.: at Athens, a paymaster, Aeschin.