ἀντίφραξις: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antifraksis | |Transliteration C=antifraksis | ||
|Beta Code=a)nti/fracis | |Beta Code=a)nti/fracis | ||
|Definition=εως, ἡ, ([[ἀντιφράσσω]]) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[ἀντιφράσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[barricading]], γῆς ἀντίφραξις the [[interposition]] of the [[earth]], so as to [[cause]] a [[lunar]] [[eclipse]], Arist.''APo.''90a16, cf. ''Mete.'' 367b21; so ἥλιον ἐκλείπειν σελήνης ἀντιφράξει Id.''Fr.''210, cf. Plu.2.169a.<br><span class="bld">II</span> Pythag. name for [[seventeenth]] [[day]] of the [[month]], ib.367f. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀντιφράσσω)
A barricading, γῆς ἀντίφραξις the interposition of the earth, so as to cause a lunar eclipse, Arist.APo.90a16, cf. Mete. 367b21; so ἥλιον ἐκλείπειν σελήνης ἀντιφράξει Id.Fr.210, cf. Plu.2.169a.
II Pythag. name for seventeenth day of the month, ib.367f.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 interposición de un cuerpo ante otro ἀ. γῆς en un eclipse, Pythag.B 36, Arist.APo.90a16, τοῦ ἀέρος Sch.Arat.828M., ἥλιον ἐκλείπειν σελήνης ἀντιφράξει Arist.Fr.210, cf. Arist.Mete.367b21, Plu.2.169a.
2 n. pitagórico para el día decimoséptimo del mes Plu.2.367e.
German (Pape)
[Seite 263] ἡ, das Versperren durch etwas Vorgesetztes, γῆς ἀντίφραξις Arist. Analyt. post. 2. 8 (vgl. de anim. 3, 4); γῆς πρὸς ἥλιον ἀντ. Plut. Dion. 24, Verfinsterung der Sonne durch die gegengestellte Erde.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίφραξις: εως ἡ загораживание: στέρησις φωτὸς ἀπὸ σελήνης ὑπὸ γῆς ἀντιφράξεως Arst. затмение луны вследствие закрытия ее землей; ἀ. τῆς γῆς πρὸς τὸν ἥλιον Plut. затмение солнца землей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφραξις: -εως, ἡ, (ἀντιφράσσω), φρἀξιμον ἢ ἐμπόδιον μεταξὺ δύο πραγμάτων, γῆς ἀντίφρ., ἡ παρέμπτωσις τῆς γῆς, ἐξ ἧς ἡ τῆς σελήνης ἔκλειψις, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 2. 3, πρβλ. Μετεωρ. 2. 8, 27˙ οὕτως, ἥλιον ἐκλείπειν σελήνης ἀντιφράξει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 203˙ πρβλ. ἀντιφράσσω 2.
Greek Monolingual
ἀντίφραξις, η (Α)
1. φράξιμο ή παρεμβολή εμποδίου μεταξύ δύο πραγμάτων
2. ονομασία που έδιναν οι Πυθαγόρειοι στη δέκατη έβδομη ημέρα του μήνα.