διαγλύφω: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaglyfo | |Transliteration C=diaglyfo | ||
|Beta Code=diaglu/fw | |Beta Code=diaglu/fw | ||
|Definition=[ῠ], < | |Definition=[ῠ],<br><span class="bld">A</span> [[scoop out]], pf. Pass. [[διέγλυπται]] Androsth. ap. Ath.3.93b; [[carve]], [[engrave]], ἄγαλμα Ael.''VH''2.33; [[δακτυλίους]] ib.12.30:—Pass., <b class="b3">διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες</b>, metaph. of athletes, ib.14.7; ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66.<br><span class="bld">2</span> Medic., [[shape]], [[trim]], Gal.12.348, etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ],
A scoop out, pf. Pass. διέγλυπται Androsth. ap. Ath.3.93b; carve, engrave, ἄγαλμα Ael.VH2.33; δακτυλίους ib.12.30:—Pass., διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες, metaph. of athletes, ib.14.7; ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66.
2 Medic., shape, trim, Gal.12.348, etc.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ-]
1 esculpir, grabar λίθους LXX Ex.28.11, ἄγαλμα Ael.VH 2.33, τοὺς δακτυλίους Ael.VH 12.30, τὸν ἄργυρον Thdt.M.86.661A, en v. pas. ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη D.S.1.66, οἱ φοίνικες διαγεγλυμμένοι palmeras representadas o grabadas LXX Ez.41.20
•de ciertas conchas tener estrías οὐ διέγλυπται δὲ ἀλλὰ λεῖον τὸ ὄστρακον ἔχει καὶ δασύ Androsth.1.
2 dar forma, moldear παραπλήσιόν τι κολλυρίῳ Gal.12.348
•fig. en v. pas. διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες de los que están en buena forma física, Ael.VH 14.7, de las orejas διαγεγλυμμένα bien formadas Adam.2.29, Polem.Phgn.28 (p.381).
3 raspar, arañar, escarbar Ἐρινὺς ἀρχεκάκοις ὀνύχεσσι διαγλύψασα κονίην Nonn.D.44.271, cf. Hsch., δ. τοὺς ὀδόντας escarbarse, mondarse los dientes en público como signo de mala educación, Clem.Al.Paed.2.7.60.
French (Bailly abrégé)
1 tailler en creux, graver, ciseler en creux;
2 en gén. ciseler, sculpter.
Étymologie: διά, γλύφω.
German (Pape)
ausmeißeln, ausschnitzen, von vertiefter Arbeit, Gegensatz ἀναγλύφω, DS. 1.66; Ael. V.H. 3.45; διέγλυπται Ath. III.93c.
Russian (Dvoretsky)
διαγλύφω: (ῠ) покрывать резьбой, (скульптурно) украшать (ὀροφὴ φάτναις τισὶ διαγεγλυμμένη Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διαγλύφω: σκαλίζω ἐντελῶς, ἐγγλύφω, ἐγχαράττω, ἀντίθ. τῷ ἀναγλύφω, Ἀνδροσθ. παρ’ Ἀθην. 93C, Διοδ. 1. 66.
Greek Monolingual
(Α διαγλύφω)
κοιλαίνω, λαξεύω με τη γλυφίδα κάποια στερεά ύλη
αρχ.
εγχαράσσω, σκαλίζω εντελώς, σε τρεις διαστάσεις
2. ιατρ. διευθετώ, διαπλάσσω.
Greek Monotonic
διαγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω, χαράζω, σκαλίζω, σε Διόδ.
Middle Liddell
fut. ψω
to carve in intaglio, Diod.