ἐξεργαστικός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksergastikos
|Transliteration C=eksergastikos
|Beta Code=e)cergastiko/s
|Beta Code=e)cergastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able to accomplish]], τινός <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.1.4</span> (in Sup.), <span class="bibl">Plb.15.37.1</span>; τὸ ἐ. τοῦ λόγου [[diligent inquiry]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>312.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -κῶς [[elaborately]], [[in detail]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.156S., <span class="bibl"><span class="title">Piet.</span>19</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Corn. <span class="title">ND</span>35</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>282.10</span>.</span>
|Definition=ἐξεργαστική, ἐξεργαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to accomplish]], τινός [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου [[diligent inquiry]], A.D.''Synt.''312.9.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ἐξεργαστικῶς]] = [[elaborately]], [[in detail]], Phld.''Rh.''1.156S., ''Piet.''19: Comp. ἐξεργαστικώτερον Corn. ''ND''35, A.D.''Synt.''282.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à exécuter;<br /><i>Sp.</i> ἐξεργαστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεργαστικός:''' [[способный совершить или довести до конца]] (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεργαστικός''': ή, ον, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπιτετμημένως]].
|lstext='''ἐξεργαστικός''': ή, ον, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπιτετμημένως]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à exécuter;<br /><i>Sp.</i> ἐξεργαστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεργαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐξεργαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεργαστικός:''' [[способный совершить или довести до конца]] (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξεργαστικός]], ή, όν [from [[ἐξεργάζομαι]] <i>adj</i><br />[[able]] to [[accomplish]], τινος Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐξεργαστικός]], ή, όν [from [[ἐξεργάζομαι]] <i>adj</i><br />[[able]] to [[accomplish]], τινος Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεργαστικός Medium diacritics: ἐξεργαστικός Low diacritics: εξεργαστικός Capitals: ΕΞΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exergastikós Transliteration B: exergastikos Transliteration C: eksergastikos Beta Code: e)cergastiko/s

English (LSJ)

ἐξεργαστική, ἐξεργαστικόν,
A able to accomplish, τινός X.Mem.4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου diligent inquiry, A.D.Synt.312.9.
II Adv. ἐξεργαστικῶς = elaborately, in detail, Phld.Rh.1.156S., Piet.19: Comp. ἐξεργαστικώτερον Corn. ND35, A.D.Synt.282.10.

German (Pape)

[Seite 877] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exécuter;
Sp. ἐξεργαστικώτατος.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεργαστικός: способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεργαστικός: ή, ον, ἱκανὸς ὅπως κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιτετμημένως.

Greek Monolingual

ἐξεργαστικός, -ή, -όν (Α) εξεργασία
1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν
η εκζήτηση.

Greek Monotonic

ἐξεργαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, τινος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐξεργαστικός, ή, όν [from ἐξεργάζομαι adj
able to accomplish, τινος Xen.