εὐπαρακολούθητος: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efparakoloythitos
|Transliteration C=efparakoloythitos
|Beta Code=eu)parakolou/qhtos
|Beta Code=eu)parakolou/qhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to follow</b>, of a narrative, argument, etc., <span class="bibl">Plb.4.28.6</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>73.12</span>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Pomp.</span>6.2</span>; τοῦ εὐ. ἕνεκα <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1108a19</span>. Adv. -τως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">quick to follow</b>, Hsch.</span>
|Definition=εὐπαρακολούθητον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to follow]], of a [[narrative]], [[argument]], etc., Plb.4.28.6, Hero ''Bel.''73.12, D.H.''Pomp.''6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1108a19. Adv. [[εὐπαρακολουθήτως]] = [[in a way easy to follow]] D.H.''Th.''37.<br><span class="bld">II</span> Act., [[quick to follow]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben [[σαφήνεια]], Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben [[σαφήνεια]], Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[que l'on peut suivre facilement]], [[facile à comprendre]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παρακολουθέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' [[легко прослеживаемый]], [[простой для понимания]] (ἡ [[διήγησις]] Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου [[ἕνεκεν]] Arst. для легкости понимания.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου [[ἕνεκα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.
|lstext='''εὐπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου [[ἕνεκα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l’on peut suivre facilement, facile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παρακολουθέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαρακολούθητος]], -ον)<br />(για [[κείμενα]] ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρακολουθεί εύκολα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐπαρακολούθητοι<br />ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαρακολουθήτως</i> (Α)<br />με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[ακολουθώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>παρ</i>-<i>ακολούθητος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαρακολούθητος]], -ον)<br />(για [[κείμενα]] ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρακολουθεί εύκολα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐπαρακολούθητοι<br />ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαρακολουθήτως</i> (Α)<br />με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[ακολουθώ]] ([[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>παρ</i>-<i>ακολούθητος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' -ον ([[παρακολουθέω]]), αυτός που εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να τον παρακολουθήσει, λέγεται για [[επιχείρημα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' -ον ([[παρακολουθέω]]), αυτός που εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να τον παρακολουθήσει, λέγεται για [[επιχείρημα]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-παρᾰκολούθητος, ον [[παρακολουθέω]]<br />[[easy]] to [[follow]], of an [[argument]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: εὐπαρακολούθητος Low diacritics: ευπαρακολούθητος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: euparakoloúthētos Transliteration B: euparakolouthētos Transliteration C: efparakoloythitos Beta Code: eu)parakolou/qhtos

English (LSJ)

εὐπαρακολούθητον,
A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist.EN1108a19. Adv. εὐπαρακολουθήτως = in a way easy to follow D.H.Th.37.
II Act., quick to follow, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1086] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben σαφήνεια, Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on peut suivre facilement, facile à comprendre.
Étymologie: εὖ, παρακολουθέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαρᾰκολούθητος: легко прослеживаемый, простой для понимания (ἡ διήγησις Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου ἕνεκεν Arst. для легкости понимания.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου ἕνεκα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐπαρακολούθητος, -ον)
(για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος
αρχ.
1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι
ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς».
επίρρ...
εὐπαρακολουθήτως (Α)
με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ακολουθώ (πρβλ. δυσ-παρ-ακολούθητος)].

Greek Monotonic

εὐπαρᾰκολούθητος: -ον (παρακολουθέω), αυτός που εύκολα μπορεί κάποιος να τον παρακολουθήσει, λέγεται για επιχείρημα, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὐ-παρᾰκολούθητος, ον παρακολουθέω
easy to follow, of an argument, Arist.