καλλώπισμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallopisma
|Transliteration C=kallopisma
|Beta Code=kallw/pisma
|Beta Code=kallw/pisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ornament]], <b class="b3">Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ</b>., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>9</span>; τραπέζης <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.19</span>; [[source of pride]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>36</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[ornament of speech]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span> 46</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., [[fair show]], [[pretence]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>492c</span> (pl.).</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[ornament]], <b class="b3">Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ.</b>, Plu.''Lyc.''9; τραπέζης Porph.''Abst.''3.19; [[source of pride]], Luc.''Merc.Cond.''36.<br><span class="bld">2</span> [[ornament of speech]], D.H.''Th.'' 46.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[fair show]], [[pretence]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 492c (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[embellissement]], [[ornement]].<br />'''Étymologie:''' [[καλλωπίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλώπισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[украшение]] (χρυσοῦν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[прикраса]], [[побрякушка]] (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλώπισμα''': τό, [[κόσμημα]], [[στολισμός]], τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.
|lstext='''καλλώπισμα''': τό, [[κόσμημα]], [[στολισμός]], τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />embellissement, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[καλλωπίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλώπισμα:''' τό, [[στολισμός]], [[κόσμημα]], [[διακόσμηση]], [[εξωραϊσμός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''καλλώπισμα:''' τό, [[στολισμός]], [[κόσμημα]], [[διακόσμηση]], [[εξωραϊσμός]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλώπισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> украшение (χρυσοῦν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλώπισμα]], ατος, τό, [from [[καλλωπίζω]]<br />[[ornament]], [[embellishment]], Plat.
|mdlsjtxt=[[καλλώπισμα]], ατος, τό, [from [[καλλωπίζω]]<br />[[ornament]], [[embellishment]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλώπισμα Medium diacritics: καλλώπισμα Low diacritics: καλλώπισμα Capitals: ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΑ
Transliteration A: kallṓpisma Transliteration B: kallōpisma Transliteration C: kallopisma Beta Code: kallw/pisma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A ornament, Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ., Plu.Lyc.9; τραπέζης Porph.Abst.3.19; source of pride, Luc.Merc.Cond.36.
2 ornament of speech, D.H.Th. 46.
3 metaph., fair show, pretence, Pl.Grg. 492c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1312] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
embellissement, ornement.
Étymologie: καλλωπίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλώπισμα -ατος, τό [καλλωπίζω] versiering, ornament:; χρυσᾶ καλλωπίσματα gouden ornamenten Plut. Lyc. 9.5; overdr.: τὰ καλλωπίσματα de schone schijn Plat. Grg. 492c; ἕν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἄλλων καλλωπισμάτων αὐταῖς δοκει want ook dat vinden zij (de vrouwen) één van hun pronkstukken (dat zij cultureel ontwikkeld zijn) Luc. 36.36.

Russian (Dvoretsky)

καλλώπισμα: ατος τό
1 украшение (χρυσοῦν Plut.);
2 прикраса, побрякушка (καλλωπίσματα οὐδενὸς ἄξια Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλώπισμα: τό, κόσμημα, στολισμός, τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.

Greek Monolingual

το (AM καλλώπισμα) καλλωπίζω
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.

Greek Monotonic

καλλώπισμα: τό, στολισμός, κόσμημα, διακόσμηση, εξωραϊσμός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

καλλώπισμα, ατος, τό, [from καλλωπίζω
ornament, embellishment, Plat.