ξέσμα: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksesma | |Transliteration C=ksesma | ||
|Beta Code=ce/sma | |Beta Code=ce/sma | ||
|Definition=ατος, τό, (ξέω) < | |Definition=-ατος, τό, ([[ξέω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is smoothed]] or [[carved]]: hence, = [[ξόανον]], ''AP''9.328 (pl., Damostr.); [[varia lectio|v.l.]] for [[ξῦσμα]] in Dsc.2.134.<br><span class="bld">II</span> [[abrasion]], in plural, Jul. ''Caes.''309c.<br><span class="bld">III</span> pl., [[shavings]], [[filings]], M. Ant.8.50, S.E.''P.''1.129. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (ξέω)
A that which is smoothed or carved: hence, = ξόανον, AP9.328 (pl., Damostr.); v.l. for ξῦσμα in Dsc.2.134.
II abrasion, in plural, Jul. Caes.309c.
III pl., shavings, filings, M. Ant.8.50, S.E.P.1.129.
German (Pape)
[Seite 278] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.
Russian (Dvoretsky)
ξέσμα: ατος τό
1 оскребок, стружка (ξέσματα κέρατος Sext.);
2 вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ξέσμα: τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· ἐντεῦθεν = ξόανον, Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, ἀπόξυσμα, τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50.
Greek Monolingual
το (Α ξέσμα)
αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του ξέω, αυτό που λειάνθηκε
2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον»
3. αμυχή, χαραγή
4. η λιθογλυφία
5. απόξεση
6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός
β) πρόκληση, προκλητική, ερεθιστική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξεσ-α + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
ξέσμα: -ατος, τό (ξέω), = ξόανον, σε Ανθ.