ἑτερόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(14)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eterofthalmos
|Transliteration C=eterofthalmos
|Beta Code=e(tero/fqalmos
|Beta Code=e(tero/fqalmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one-eyed</b>, <span class="bibl">D. 24.141</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1023a5</span>; <b class="b3">ἑ. γενομένη ἡ Ἑλλάς</b>, metaph., of the proposed destruction of Athens, Leptines ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1411a5</span>, cf. Demad.65 B., Plu.2.803a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">with different-coloured eyes</b>, <span class="bibl">Gp. 16.2.1</span>.</span>
|Definition=ἑτερόφθαλμον,<br><span class="bld">A</span> [[one-eyed]], D. 24.141, [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1023a5; <b class="b3">ἑ. γενομένη ἡ Ἑλλάς</b>, metaph., of the proposed destruction of [[Athens]], Leptines ap. Arist.''Rh.''1411a5, cf. Demad.65 B., Plu.2.803a.<br><span class="bld">II</span> [[with different-coloured eyes]], Gp. 16.2.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] 1) mit Augen von verschiedener Farbe, Sp. von Pferden. – 2) der nur ein gesundes Auge hat, theils einäugig, auf einem Auge blind, od des einen Auges beraubt, Dem. 24, 141, theils mit einem Fehler an dem einen Auge, schielend, Sp Uebertr., Leptines bei Arist. rhet. 3, 10 μὴ ποιήσητε ἑτ. τὴν Ἑλλάδα, das eine Auge, Athen, vernichtend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] 1) mit Augen von verschiedener Farbe, Sp. von Pferden. – 2) der nur ein gesundes Auge hat, theils einäugig, auf einem Auge blind, od des einen Auges beraubt, Dem. 24, 141, theils mit einem Fehler an dem einen Auge, schielend, Sp Übertr., Leptines bei Arist. rhet. 3, 10 μὴ ποιήσητε ἑτ. τὴν Ἑλλάδα, das eine Auge, Athen, vernichtend.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[borgne]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ὀφθαλμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτερόφθαλμος:''' [[одноглазый]], [[кривой]] Arst., Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόφθαλμος''': -ον, [[μονόφθαλμος]], Λατ. unoculus, luscus, Δημ. 744. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 22, 4, κ. ἀλλ.· ἑτ. ποιεῖν τὴν Ἑλλάδα, μεταφ. ἐπὶ τῆς προταθείσης καταστροφῆς τῶν Ἀθηνῶν, Λεπτίνης παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7, Πλούταρχ. 2. 803Α. ΙΙ. ἔχων ὀφθαλμοὺς διαφέροντας [[ἀλλήλων]] κατὰ τὸ [[χρῶμα]], Γεωπ. 16. 2, 1· πρβλ. ἑτρόγλαυκος. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 11 κἑξ.
|lstext='''ἑτερόφθαλμος''': -ον, [[μονόφθαλμος]], Λατ. unoculus, luscus, Δημ. 744. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 22, 4, κ. ἀλλ.· ἑτ. ποιεῖν τὴν Ἑλλάδα, μεταφ. ἐπὶ τῆς προταθείσης καταστροφῆς τῶν Ἀθηνῶν, Λεπτίνης παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7, Πλούταρχ. 2. 803Α. ΙΙ. ἔχων ὀφθαλμοὺς διαφέροντας [[ἀλλήλων]] κατὰ τὸ [[χρῶμα]], Γεωπ. 16. 2, 1· πρβλ. ἑτρόγλαυκος. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 11 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />borgne.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ὀφθαλμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφθαλμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[μάτι]] γερό, ο [[μονόφθαλμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά [[κατά]] το [[χρώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους [[κατά]] το [[χρώμα]], ο [[δίκορος]], (π.χ. ο Βυζαντινός [[αυτοκράτορας]] Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα [[μάτι]] γαλανό και το [[άλλο]] καστανό).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφθαλμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[μάτι]] γερό, ο [[μονόφθαλμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά [[κατά]] το [[χρώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους [[κατά]] το [[χρώμα]], ο [[δίκορος]], (π.χ. ο Βυζαντινός [[αυτοκράτορας]] Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα [[μάτι]] γαλανό και το [[άλλο]] καστανό).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερόφθαλμος:''' -ον, [[μονόφθαλμος]], Λατ. [[unoculus]], [[luscus]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑτερ-όφθαλμος, ον<br />one-eyed, Lat. [[unoculus]], [[luscus]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφθαλμος Medium diacritics: ἑτερόφθαλμος Low diacritics: ετερόφθαλμος Capitals: ΕΤΕΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: heteróphthalmos Transliteration B: heterophthalmos Transliteration C: eterofthalmos Beta Code: e(tero/fqalmos

English (LSJ)

ἑτερόφθαλμον,
A one-eyed, D. 24.141, Arist.Metaph.1023a5; ἑ. γενομένη ἡ Ἑλλάς, metaph., of the proposed destruction of Athens, Leptines ap. Arist.Rh.1411a5, cf. Demad.65 B., Plu.2.803a.
II with different-coloured eyes, Gp. 16.2.1.

German (Pape)

[Seite 1051] 1) mit Augen von verschiedener Farbe, Sp. von Pferden. – 2) der nur ein gesundes Auge hat, theils einäugig, auf einem Auge blind, od des einen Auges beraubt, Dem. 24, 141, theils mit einem Fehler an dem einen Auge, schielend, Sp Übertr., Leptines bei Arist. rhet. 3, 10 μὴ ποιήσητε ἑτ. τὴν Ἑλλάδα, das eine Auge, Athen, vernichtend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
borgne.
Étymologie: ἕτερος, ὀφθαλμός.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόφθαλμος: одноглазый, кривой Arst., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφθαλμος: -ον, μονόφθαλμος, Λατ. unoculus, luscus, Δημ. 744. 18, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 22, 4, κ. ἀλλ.· ἑτ. ποιεῖν τὴν Ἑλλάδα, μεταφ. ἐπὶ τῆς προταθείσης καταστροφῆς τῶν Ἀθηνῶν, Λεπτίνης παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 10, 7, Πλούταρχ. 2. 803Α. ΙΙ. ἔχων ὀφθαλμοὺς διαφέροντας ἀλλήλων κατὰ τὸ χρῶμα, Γεωπ. 16. 2, 1· πρβλ. ἑτρόγλαυκος. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 11 κἑξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφθαλμος, -ον)
1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι γερό, ο μονόφθαλμος
2. (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά κατά το χρώμα
μσν.-αρχ.
(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το χρώμα, ο δίκορος, (π.χ. ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα μάτι γαλανό και το άλλο καστανό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + οφθαλμός].

Greek Monotonic

ἑτερόφθαλμος: -ον, μονόφθαλμος, Λατ. unoculus, luscus, σε Δημ.

Middle Liddell

ἑτερ-όφθαλμος, ον
one-eyed, Lat. unoculus, luscus, Dem.