παρακινητικός: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakinitikos | |Transliteration C=parakinitikos | ||
|Beta Code=parakinhtiko/s | |Beta Code=parakinhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παρακινητική, παρακινητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[stimulating]], τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας Hierocl.''in CA''16p.456M.; <b class="b3">πρὸς ἔρωτα</b> Sch. Theoc. 11.40: abs., [[varia lectio|v.l.]] in Ph.2.477.<br><span class="bld">2</span> [[deranged]], Plu.''Fr.''3. Adv. [[παρακινητικῶς]], ἔχειν [[show symptoms of madness]], Id.''Sol.''8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παρακινητικός -ή -όν [παρακινέω] buiten zinnen:. παρακινητικῶς ἔχειν gek geworden zijn Plut. Sol. 8.1. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
παρακινητική, παρακινητικόν,
A stimulating, τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας Hierocl.in CA16p.456M.; πρὸς ἔρωτα Sch. Theoc. 11.40: abs., v.l. in Ph.2.477.
2 deranged, Plu.Fr.3. Adv. παρακινητικῶς, ἔχειν show symptoms of madness, Id.Sol.8.
German (Pape)
[Seite 483] ή, όν, zum Verrenken oder Verrücken gehörig, Sp. – Bes. verrückt, wahnsinnig; παρακινητικῶς ἔχειν, sich zum Wahnsinn hinneigen, Spuren von Wahnsinn zeigen, Plut. Sol. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a l'esprit dérangé.
Étymologie: παρακινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακινητικός -ή -όν [παρακινέω] buiten zinnen:. παρακινητικῶς ἔχειν gek geworden zijn Plut. Sol. 8.1.
Russian (Dvoretsky)
παρακῑνητικός: помешанный, не в своем уме Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρακινητικός: -ή, -όν, διεγερτικός, ἐρεθιστικὸς πρός τι, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 40. 2) παράφορος, παράφρων, Πλούτ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 563D· π. τι καὶ μανιῶδες Φίλων 2. 477. - Ἐπίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δεικνύειν σημεῖα παραφροσύνης, Πλουτ. Σόλων 8.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρακινητικός, -ή, -όν, ΝΑ παρακινώ
αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικός
αρχ.
παράφρονας, τρελός, παράφορος.
επίρρ...
παρακινητικώς και -ά / παρακινητικῶς, ΝΑ
νεοελλ.
με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο
αρχ.
(συν. στη φρ.) «παρακινητικῶς ἔχω» — παρουσιάζω συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης.
Greek Monotonic
παρακῑνητικός: -ή, -όν, παρορμητικός, διεγερτικός· επίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δείχνω συμπτώματα παραφροσύνης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
παρακῑνητικός, ή, όν [from παρακῑνέω]
inclined to insanity: adv., παρακινητικῶς ἔχειν to show symptoms of insanity, Plut.