καπρία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kapria
|Transliteration C=kapria
|Beta Code=kapri/a
|Beta Code=kapri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the ovary of sows]], cut out to prevent their breeding, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>632a21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[virus in sows]], like [[ἱππομανές]] in mares, ib.<span class="bibl">572a21</span>, <span class="bibl">573b2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[dance in armour]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> = [[κάππαρις]], Dsc.2.173.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[the ovary of sows]], cut out to prevent their breeding, Arist.''HA''632a21.<br><span class="bld">II</span> [[virus in sows]], like [[ἱππομανές]] in mares, ib.572a21, 573b2.<br><span class="bld">III</span> [[dance in armour]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">IV</span> = [[κάππαρις]], Dsc.2.173.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπρία Medium diacritics: καπρία Low diacritics: καπρία Capitals: ΚΑΠΡΙΑ
Transliteration A: kapría Transliteration B: kapria Transliteration C: kapria Beta Code: kapri/a

English (LSJ)

ἡ,
A the ovary of sows, cut out to prevent their breeding, Arist.HA632a21.
II virus in sows, like ἱππομανές in mares, ib.572a21, 573b2.
III dance in armour, Hsch.
IV = κάππαρις, Dsc.2.173.

German (Pape)

[Seite 1324] ἡ, = καπρέα.

Russian (Dvoretsky)

καπρία:
1 (у свиней), яичник Arst.;
2 выделение половых желез свиньи Arst.

Greek (Liddell-Scott)

καπρία: ἡ, τὸ μέρος τῆς μήτρας τῶν θηλειῶν, ὑῶν ἐν ᾧ τὰ ᾠάρια· τοῦτο ἐκτέμνουσιν ἐνίοτε ὅπως ἐμποδίσωσι τὴν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμὴν τοῦ ζῴου, ἐκτέμνεται δὲ καὶ ἡ καπρία τῶν θηλειῶν ὑῶν, ὥστε μηκέτι δεῖσθαι ὀχείας, ἀλλὰ πιαίνεσθαι ταχέως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 17. ΙΙ. οὐσία τις ὡς τὸ ἱππομανὲς τῶν θηλειῶν ἵππων, ἥτις ἐκρέει ἐκ τῶν θηλειῶν ὑῶν μετὰ τὴν ὀχείαν, αὐτόθι 6. 18, 10 καὶ 26.

Greek Monolingual

καπρία, ἡ (Α) κάπρος
1. η ωοθήκη τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την ορμή του ζώου για οχεία και την αναπαραγωγή
2. υγρό που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους μετά την οχεία
3. (κατά τον Ησύχ.) χορός ενόπλων
4. η κάππαρη.