συνυφίστημι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synyfistimi
|Transliteration C=synyfistimi
|Beta Code=sunufi/sthmi
|Beta Code=sunufi/sthmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">call into existence together with</b>, τινι <span class="bibl">Plot.5.6.5</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>4.142a</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>57</span>:—Pass., with pf. and aor. 2 Act., [[coexist]], <span class="bibl">Ph.1.175</span>, Plu.2.572d, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.26</span>, <span class="bibl"><span class="title">M.</span>8.273</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Mixt.</span> 228.21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med., <b class="b2">undertake along with</b>, αὐτοῖς πάντα -στησομένους <span class="bibl">Plb.4.32.7</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[call into existence together with]], τινι Plot.5.6.5, Jul.''Or.''4.142a, Procl.''Inst.''57:—Pass., with pf. and aor. 2 Act., [[coexist]], Ph.1.175, Plu.2.572d, S.E.''P.''3.26, ''M.''8.273, Alex.Aphr.''Mixt.'' 228.21.<br><span class="bld">II</span> Med., [[undertake along with]], αὐτοῖς πάντα -στησομένους Plb.4.32.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνῠφίστημι''': [[φέρω]] εἰς ὑπόστασιν [[ὁμοῦ]], τινί τι Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 730Α. ― Παθητ., [[μετὰ]] πρκμ. καὶ ἀορ. βϳ ἐνεργ., [[συνυπάρχω]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π 3. 26, π. Μ. 8. 273. ΙΙ. Μέσ., ἐπιχειρῶ, [[ἀναδέχομαι]], [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ τι Πολύβ. 4. 32, 7.
|lstext='''συνῠφίστημι''': [[φέρω]] εἰς ὑπόστασιν [[ὁμοῦ]], τινί τι Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 730Α. ― Παθητ., μετὰ πρκμ. καὶ ἀορ. βϳ ἐνεργ., [[συνυπάρχω]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π 3. 26, π. Μ. 8. 273. ΙΙ. Μέσ., ἐπιχειρῶ, [[ἀναδέχομαι]], [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ τι Πολύβ. 4. 32, 7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνυφίσταμαι</i><br />[[συνυπάρχω]]<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> [[προσδίδω]] [[υπόσταση]] σε [[κάτι]], το [[κάνω]] να υπάρχει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[επιχειρώ]] ή [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
|mltxt=ΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνυφίσταμαι</i><br />[[συνυπάρχω]]<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> [[προσδίδω]] [[υπόσταση]] σε [[κάτι]], το [[κάνω]] να υπάρχει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[επιχειρώ]] ή [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
}}
{{pape
|ptext=([[ἵστημι]]), <i>mit oder [[zugleich]] [[existieren]] [[lassen]]</i>, und in den intr. tempp. <i>mit [[existieren]]</i>; S.Emp. <i>pyrrh</i>. 3.26; ἀμφότερα συνυφέστηκεν ἀλλήλοις, <i>adv.log</i>. 2.273; auch <i>mit [[unter]]- od. [[übernehmen]]</i>, συνυφίστασθαί τινι πάντα, Pol. 4.32.7.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυφίστημι Medium diacritics: συνυφίστημι Low diacritics: συνυφίστημι Capitals: ΣΥΝΥΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synyphístēmi Transliteration B: synyphistēmi Transliteration C: synyfistimi Beta Code: sunufi/sthmi

English (LSJ)

A call into existence together with, τινι Plot.5.6.5, Jul.Or.4.142a, Procl.Inst.57:—Pass., with pf. and aor. 2 Act., coexist, Ph.1.175, Plu.2.572d, S.E.P.3.26, M.8.273, Alex.Aphr.Mixt. 228.21.
II Med., undertake along with, αὐτοῖς πάντα -στησομένους Plb.4.32.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνῠφίστημι: φέρω εἰς ὑπόστασιν ὁμοῦ, τινί τι Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 730Α. ― Παθητ., μετὰ πρκμ. καὶ ἀορ. βϳ ἐνεργ., συνυπάρχω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π 3. 26, π. Μ. 8. 273. ΙΙ. Μέσ., ἐπιχειρῶ, ἀναδέχομαι, ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ τι Πολύβ. 4. 32, 7.

Greek Monolingual

ΜΑ ὑφίστημι
παθ. συνυφίσταμαι
συνυπάρχω
1. αρχ. προσδίδω υπόσταση σε κάτι, το κάνω να υπάρχει
2. μέσ. επιχειρώ ή αναλαμβάνω να κάνω κάτι από κοινού με άλλον.

German (Pape)

(ἵστημι), mit oder zugleich existieren lassen, und in den intr. tempp. mit existieren; S.Emp. pyrrh. 3.26; ἀμφότερα συνυφέστηκεν ἀλλήλοις, adv.log. 2.273; auch mit unter- od. übernehmen, συνυφίστασθαί τινι πάντα, Pol. 4.32.7.