ῤάρος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=raros | |Transliteration C=raros | ||
|Beta Code=r)a/ros | |Beta Code=r)a/ros | ||
|Definition=ὁ, a word found only in Gramm., expid. as = γαστηρ in | |Definition=ὁ, a word found only in Gramm., expid. as = γαστηρ in ''EM'' 702.37, Suid.; as Aeol. for [[ἔμβρυον]] in Sch.D.T.p.143 H.; as = [[ἀμβλωθρίδιον βρέφος]] in ''Lex. de Spir.''p.215 Valck.; as = [[ἰσχυρός]] (cf. [[ῥωρός]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid. [The breathing is smooth, as in [[Ρᾶρος]], Sch.D.T. and ''Lex. de Spir.'' ll. cc.] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῤάρος''': ὁ, [[λέξις]] εὑρισκομένη μόνον παρὰ τοῖς γραμμ., καὶ ἑρμηνευομένη ὡς = γαστὴρ παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 702. 37, Σουΐδ.· ὡς Αἰολικὸν ἀντὶ [[βρέφος]] ἐν Α. Β. 693· ὡς = [[ἀμβλωθρίδιον]] [[βρέφος]] ἐν Λεξικῷ περὶ Πνευμάτων Valck. σ. 242· ὡς = ἰσχυρὸς (πρβλ. [[ῥωρός]]), Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. [Ψιλοῦται ὡς τὸ ’[[Ρᾶρος]], Α. Β., καὶ Λεξικ. περὶ Πνευμάτων ἔνθ’ ἀνωτ.]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[γαστήρ]], η [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> το [[έμβρυο]]<br /><b>3.</b> το [[βρέφος]] που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>4.</b> ο [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει [[ψιλή]] ως [[αιολικός]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>ein unzeitiges, zu früh geborenes Kind</i>, nach Anderen <i>der [[Bauch]], der [[Mutterleib]], Vetera Lexica</i>; nach <i>B.A</i>. 693.11 [[äolisch]] = [[βρέφος]], und [[hiernach]], wie nach <i>Lex. de spiritu</i> bei Valcken <i>Amm</i>. p. 242 und A. [[ῤάρος]] mit dem [[spiritus]] lenis, zu [[schreiben]] (s. Ράρος). – Ruhnk. <i>ep. crit</i>. p. 181 zieht das [[ganze]] Wort in [[Zweifel]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, a word found only in Gramm., expid. as = γαστηρ in EM 702.37, Suid.; as Aeol. for ἔμβρυον in Sch.D.T.p.143 H.; as = ἀμβλωθρίδιον βρέφος in Lex. de Spir.p.215 Valck.; as = ἰσχυρός (cf. ῥωρός), Hsch., Phot., Suid. [The breathing is smooth, as in Ρᾶρος, Sch.D.T. and Lex. de Spir. ll. cc.]
Greek (Liddell-Scott)
ῤάρος: ὁ, λέξις εὑρισκομένη μόνον παρὰ τοῖς γραμμ., καὶ ἑρμηνευομένη ὡς = γαστὴρ παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 702. 37, Σουΐδ.· ὡς Αἰολικὸν ἀντὶ βρέφος ἐν Α. Β. 693· ὡς = ἀμβλωθρίδιον βρέφος ἐν Λεξικῷ περὶ Πνευμάτων Valck. σ. 242· ὡς = ἰσχυρὸς (πρβλ. ῥωρός), Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. [Ψιλοῦται ὡς τὸ ’Ρᾶρος, Α. Β., καὶ Λεξικ. περὶ Πνευμάτων ἔνθ’ ἀνωτ.].
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. η γαστήρ, η κοιλιά
2. το έμβρυο
3. το βρέφος που γεννήθηκε πρόωρα
4. ο ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει ψιλή ως αιολικός].
German (Pape)
ὁ, ein unzeitiges, zu früh geborenes Kind, nach Anderen der Bauch, der Mutterleib, Vetera Lexica; nach B.A. 693.11 äolisch = βρέφος, und hiernach, wie nach Lex. de spiritu bei Valcken Amm. p. 242 und A. ῤάρος mit dem spiritus lenis, zu schreiben (s. Ράρος). – Ruhnk. ep. crit. p. 181 zieht das ganze Wort in Zweifel.