χειροτεχνικός: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(13_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirotechnikos | |Transliteration C=cheirotechnikos | ||
|Beta Code=xeirotexniko/s | |Beta Code=xeirotexniko/s | ||
|Definition= | |Definition=χειροτεχνική, χειροτεχνικόν,<br><span class="bld">A</span> [[skilful]], Ar.''V.''1276 (Sup.).<br><span class="bld">2</span> [[handicraftsmen]] or [[artisans]], συμβόλαια [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 425d: ἡ χειροτεχνική (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[χειροτεχνία]], Id.''Plt.''259c: pl., Id.''Phlb.''55d. Adv. [[χειροτεχνικῶς]] Il.2.148. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, sc. [[τέχνη]], Polit. 259 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Polit. 259 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne les arts manuels]];<br /><b>2</b> [[habile dans un art manuel]];<br /><i>Sp.</i> χειροτεχνικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειροτεχνικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[ремесленнический]]: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;<br /><b class="num">2</b> [[искусный]], [[способный]] (παῖδες Arph.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χειροτεχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[χειροτεχνία]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄, 148. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[χειροτεχνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειροτέχνης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[χειροτεχνία]] και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική [[επιδεξιότητα]]» β. «χειροτεχνικό [[επιμελητήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> βασισμένος σε παλαιά [[τεχνολογία]] ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, [[καθυστερημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειροτεχνική</i><br />η χειρωνακτική [[εργασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροτεχνικῶς</i> Α<br />χειρωνακτικά. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειροτεχνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[χειροτεχνία]], [[επιδέξιος]], <i>χειροτεχνικώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χειροτεχνικός]], ή, όν [from [[χειροτέχνης]]<br /><b class="num">1.</b> of or for [[handicraft]], [[skilful]], χειροτεχνικώτατος Ar.<br /><b class="num">2.</b> of artisans, Plat. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[manual]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
χειροτεχνική, χειροτεχνικόν,
A skilful, Ar.V.1276 (Sup.).
2 handicraftsmen or artisans, συμβόλαια Pl.R. 425d: ἡ χειροτεχνική (sc. τέχνη), = χειροτεχνία, Id.Plt.259c: pl., Id.Phlb.55d. Adv. χειροτεχνικῶς Il.2.148.
German (Pape)
[Seite 1347] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, sc. τέχνη, Polit. 259 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les arts manuels;
2 habile dans un art manuel;
Sp. χειροτεχνικώτατος.
Étymologie: χειροτέχνης.
Russian (Dvoretsky)
χειροτεχνικός:
1 ремесленнический: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;
2 искусный, способный (παῖδες Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
χειροτεχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = χειροτεχνία, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄, 148.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χειροτεχνικός, -ή, -όν, ΝΑ χειροτέχνης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο»)
νεοελλ.
μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, καθυστερημένος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», Πλάτ.)
2. επιδέξιος, ικανός σε κάτι
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειροτεχνική
η χειρωνακτική εργασία.
επίρρ...
χειροτεχνικῶς Α
χειρωνακτικά.
Greek Monotonic
χειροτεχνικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε χειροτεχνία, επιδέξιος, χειροτεχνικώτατος, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ.
Middle Liddell
χειροτεχνικός, ή, όν [from χειροτέχνης
1. of or for handicraft, skilful, χειροτεχνικώτατος Ar.
2. of artisans, Plat.