εὔκομος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eykomos
|Transliteration C=eykomos
|Beta Code=eu)/komos
|Beta Code=eu)/komos
|Definition=ον, (κόμη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lovely-haired</b>, of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, <span class="bibl">Il.1.36</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>241</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.91</span>, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>5.45</span>; Σελήνη <span class="bibl">Epimenid.2</span>: in Prose, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>29</span>; <b class="b2">well-fleeced</b>, εὔκομα μῆλα <span class="title">AP</span>9.363.20 (Mel.); <b class="b2">with goodly foliage</b>, δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν <span class="bibl">Emp.127.2</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.51</span>.</span>
|Definition=εὔκομον, ([[κόμη]]) [[lovely-haired]], of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, Il.1.36, Hes. ''Th.''241, Pi.''O.''6.91, ''P.''5.45; Σελήνη Epimenid.2: in Prose, Philostr.''Ep.''29; [[well-fleeced]], εὔκομα μῆλα ''AP''9.363.20 (Mel.); [[with goodly foliage]], δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν Emp.127.2, cf. Alex.Aphr.''Pr.''2.51.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] = [[εὐκόμης]], z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] = [[εὐκόμης]], z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à la belle toison]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομος:''' эп. [[ἠΰκομος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[прекраснокудрый]] ([[Λητώ]] Hom.; θεοί Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[прекраснорунный]] (μῆλα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκομος''': Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, ([[κόμη]]) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· [[εὔμαλλος]], εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, [[Πολυδ]]. Α΄, 229.
|lstext='''εὔκομος''': Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, ([[κόμη]]) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· [[εὔμαλλος]], εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, Πολυδ. Α΄, 229.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la belle toison.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκομος]], -ον, επικ. και [[λυρικός]] τ. ἠΰκομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά, η [[καλλίκομος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει καλό, [[ωραίο]] [[μαλλί]], ο [[εύμαλλος]] («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δέντρα) α) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]] («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)<br />β) [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>κομος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=[[εὔκομος]], -ον, επικ. και [[λυρικός]] τ. ἠΰκομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά, η [[καλλίκομος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει καλό, [[ωραίο]] [[μαλλί]], ο [[εύμαλλος]] («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δέντρα) α) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]] («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)<br />β) [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. [[βαθύκομος]], [[καλλίκομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκομος:''' Επικ. ἠΰ-κ-, -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[ωραίο]] [[μαλλί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔκομος:''' Επικ. ἠΰ-κ-, -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[ωραίο]] [[μαλλί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομος:''' эп. [[ἠΰκομος]] 2<br /><b class="num">1)</b> прекраснокудрый ([[Λητώ]] Hom.; θεοί Hes.);<br /><b class="num">2)</b> прекраснорунный (μῆλα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόμη]]<br />[[fair]]-haired, Hom., Hes.: of [[sheep]], well-fleeced, Anth.
|mdlsjtxt=[[κόμη]]<br />[[fair]]-haired, Hom., Hes.: of [[sheep]], well-fleeced, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκομος Medium diacritics: εὔκομος Low diacritics: εύκομος Capitals: ΕΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: eúkomos Transliteration B: eukomos Transliteration C: eykomos Beta Code: eu)/komos

English (LSJ)

εὔκομον, (κόμη) lovely-haired, of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, Il.1.36, Hes. Th.241, Pi.O.6.91, P.5.45; Σελήνη Epimenid.2: in Prose, Philostr.Ep.29; well-fleeced, εὔκομα μῆλα AP9.363.20 (Mel.); with goodly foliage, δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν Emp.127.2, cf. Alex.Aphr.Pr.2.51.

German (Pape)

[Seite 1075] = εὐκόμης, z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle toison.
Étymologie: εὖ, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

εὔκομος: эп. ἠΰκομος 2
1 прекраснокудрый (Λητώ Hom.; θεοί Hes.);
2 прекраснорунный (μῆλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκομος: Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, (κόμη) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· εὔμαλλος, εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, Πολυδ. Α΄, 229.

Greek Monolingual

εὔκομος, -ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, -ον (Α)
1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος
2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.)
3. (για δέντρα) α) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)
β) καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύκομος, καλλίκομος].

Greek Monotonic

εὔκομος: Επικ. ἠΰ-κ-, -ον (κόμη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν ωραίο μαλλί, σε Ανθ.

Middle Liddell

κόμη
fair-haired, Hom., Hes.: of sheep, well-fleeced, Anth.