πορφυροπώλης: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=porfyropolis | |Transliteration C=porfyropolis | ||
|Beta Code=porfuropw/lhs | |Beta Code=porfuropw/lhs | ||
|Definition= | |Definition=πορφυροπώλου, ὁ, [[dealer in purple]], [[IG Rom]].4.1071 (Cos), Judeich Altertümer von Hierapolis No.156: fem. [[πορφυρόπωλις]], ιδος, ''IGRom.'' [[l.c.]] (prob.), ''Act.Ap.''16.14, ''PFlor.''71.641 (iv A.D.):—hence [[πορφυροπωλική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ, [[their trade]], AB379, Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[ἁλουργοπωλική]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand d'étoffes de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[πωλέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[marchand d'étoffes de pourpre]].<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]], [[πωλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
πορφυροπώλου, ὁ, dealer in purple, IG Rom.4.1071 (Cos), Judeich Altertümer von Hierapolis No.156: fem. πορφυρόπωλις, ιδος, IGRom. l.c. (prob.), Act.Ap.16.14, PFlor.71.641 (iv A.D.):—hence πορφυροπωλική (sc. τέχνη), ἡ, their trade, AB379, Harp. s.v. ἁλουργοπωλική.
German (Pape)
[Seite 686] ὁ, fem. πορφυρόπωλις, Purpurhändler, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand d'étoffes de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, πωλέω.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠροπώλης: -ου, ὁ ἔμπορος πορφύρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2519· θηλ. πορφῠρόπωλις, ιδος, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 14, Σουΐδ.· ― πορφῠροπωλικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ, τὸ ἐμπόριον τῆς πορφύρας, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πορφυροπώλου, Α. Β. 379, Ἁρποκρ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. πορφυρόπωλις, -ώλιδος, ΜΑ, θηλ. και πορφυροπώλισσα, Μ
αυτός που ασχολείται με το εμπόριο της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -πώλης].
Greek Monotonic
πορφῠροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), έμπορος πορφύρας, θηλ. πορφῠρό-πωλις, -ιδος, ἡ, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
πορφῠρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in purple, fem. πορφῠρό-πωλις, ιδος, NTest.