ὑπατεύω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypateyo
|Transliteration C=ypateyo
|Beta Code=u(pateu/w
|Beta Code=u(pateu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be consul</b>, Mon.Anc.Gr.11.21, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span>3</span>, etc.; <b class="b3">ὁ ὑπατευκώς</b>, Lat. <b class="b2">consularis</b>, <span class="bibl">Posidon.36J.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">to be consular governor</b>, τῆς ἐπαρχείας <span class="title">Ath.Mitt.</span>48.102, <span class="title">IGRom.</span>1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be consul]], Mon.Anc.Gr.11.21, Plu.''Publ.''3, etc.; <b class="b3">ὁ ὑπατευκώς</b>, Lat. [[consularis]], Posidon.36J.<br><span class="bld">2</span> to [[be consular governor]], τῆς ἐπαρχείας ''Ath.Mitt.''48.102, ''IGRom.''1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1184.png Seite 1184]] Consul sein, Plut. Popl. 3 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1184.png Seite 1184]] Consul sein, Plut. Popl. 3 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=[[être consul]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπᾰτεύω:''' [[быть консулом]]: Κικέρωνος ὑπατεύοντος Plut. в консульство Цицерона.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπᾰτεύω''': ([[ὕπατος]]) εἶμαι [[ὕπατος]], Πλουτ. Ποπλικ. 3, κλπ.· ὁ ὑπατευκώς, Λατιν. consularis, Ἀθήν. 213Β, Ἡρῳδιαν. 2. 6. 2) [[ῥίπτω]] ὑπατείαν, δηλ. χρήματα εἰς τὸ [[πλῆθος]], Θεοφάν. 310, οἱ Μετὰ τὸν Θεοφάν. 256. 3) σηκώνω ἢ [[κρεμῶ]] ὑψηλὰ κεφαλὴν ἀποτετμημένην ἐκ τοῦ σώματος, Θεοφάν. 389, (πρβλ. Ἑβδ. Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 27, Ἰουδὶθ ΙΔ΄, 1, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1925, κλπ.).
|lstext='''ὑπᾰτεύω''': ([[ὕπατος]]) εἶμαι [[ὕπατος]], Πλουτ. Ποπλικ. 3, κλπ.· ὁ ὑπατευκώς, Λατιν. consularis, Ἀθήν. 213Β, Ἡρῳδιαν. 2. 6. 2) [[ῥίπτω]] ὑπατείαν, δηλ. χρήματα εἰς τὸ [[πλῆθος]], Θεοφάν. 310, οἱ Μετὰ τὸν Θεοφάν. 256. 3) σηκώνω ἢ [[κρεμῶ]] ὑψηλὰ κεφαλὴν ἀποτετμημένην ἐκ τοῦ σώματος, Θεοφάν. 389, (πρβλ. Ἑβδ. Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 27, Ἰουδὶθ ΙΔ΄, 1, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1925, κλπ.).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=être consul.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
|mltxt=[[ὑπατεύω]] ΝΜΑ [[ὕπατος]] (II)]<br />[[κατέχω]] το [[αξίωμα]] του υπάτου, [[ασκώ]] την υπατική [[εξουσία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[υπατεία]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] ή [[κρεμώ]] [[ψηλά]] [[κεφάλι]] αποκομμένο από [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. της μτχ. παρακμ.) <i>ὁ ὑπατευκώς</i><br />αυτός που έχει διατελέσει ύπατος, ο [[υπατικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ὕπατος]]), είμαι ύπατος, [[πρόξενος]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω [[ὕπατος]]<br />to be [[consul]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰτεύω Medium diacritics: ὑπατεύω Low diacritics: υπατεύω Capitals: ΥΠΑΤΕΥΩ
Transliteration A: hypateúō Transliteration B: hypateuō Transliteration C: ypateyo Beta Code: u(pateu/w

English (LSJ)

A to be consul, Mon.Anc.Gr.11.21, Plu.Publ.3, etc.; ὁ ὑπατευκώς, Lat. consularis, Posidon.36J.
2 to be consular governor, τῆς ἐπαρχείας Ath.Mitt.48.102, IGRom.1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1184] Consul sein, Plut. Popl. 3 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

être consul.
Étymologie: ὕπατος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰτεύω: быть консулом: Κικέρωνος ὑπατεύοντος Plut. в консульство Цицерона.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰτεύω: (ὕπατος) εἶμαι ὕπατος, Πλουτ. Ποπλικ. 3, κλπ.· ὁ ὑπατευκώς, Λατιν. consularis, Ἀθήν. 213Β, Ἡρῳδιαν. 2. 6. 2) ῥίπτω ὑπατείαν, δηλ. χρήματα εἰς τὸ πλῆθος, Θεοφάν. 310, οἱ Μετὰ τὸν Θεοφάν. 256. 3) σηκώνω ἢ κρεμῶ ὑψηλὰ κεφαλὴν ἀποτετμημένην ἐκ τοῦ σώματος, Θεοφάν. 389, (πρβλ. Ἑβδ. Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 27, Ἰουδὶθ ΙΔ΄, 1, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1925, κλπ.).

Greek Monolingual

ὑπατεύω ΝΜΑ ὕπατος (II)]
κατέχω το αξίωμα του υπάτου, ασκώ την υπατική εξουσία
μσν.-αρχ.
1. ρίχνω υπατεία
2. σηκώνω ή κρεμώ ψηλά κεφάλι αποκομμένο από σώμα
αρχ.
(το αρσ. της μτχ. παρακμ.) ὁ ὑπατευκώς
αυτός που έχει διατελέσει ύπατος, ο υπατικός.

Greek Monotonic

ὑπᾰτεύω: μέλ. -σω (ὕπατος), είμαι ύπατος, πρόξενος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω ὕπατος
to be consul, Plut.