ἱστία: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=istia | |Transliteration C=istia | ||
|Beta Code=i(sti/a | |Beta Code=i(sti/a | ||
|Definition=ἰστία, ἱστίη, Ἱστίη, Ἱστιαία, | |Definition=ἰστία, ἱστίη, [[Ἱστίη]], [[Ἱστιαία]], v. [[ἑστία]]. [[Ἱστιαϊκός]], ή, όν, ''Histiaean'', of currency, ''BCH''2.579, 6.51, 35.260 (Delos). ἱστίασις, εως, ἡ, = [[ἑστίασις]], ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''471.53 (ii A.D.). ἱστιατορία, ἡ, = [[ἑστ]]., [[feast]], PTeb.584 (ii A.D.). ἱστιάτωρ, v. [[ἑστιάτωρ]]. ἱστιητόριον, and ἰσο-ᾱτόριον, v. [[ἑστιατόριον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[ἱστιάω]], <i>ion. c.</i> [[ἑστιάω]];<br /><i>pl. de</i> [[ἱστίον]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱστία]] και [[ἱστίη]] και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[εστία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Δωρικός]], [[βοιωτικός]] και [[αρκαδικός]] παράλλ. τ. του [[ἑστία]]. Για την [[ερμηνεία]] του <i>ἱ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[εστία]]]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ίη Meaning: [[hearth]]<br />See also: s. [[ἑστία]]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἱστία''': -ίη<br />{histía}<br />'''Meaning''': [[Herd]]<br />'''See also''': s. [[ἑστία]].<br />'''Page''' 1,739 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰστία, ἱστίη, Ἱστίη, Ἱστιαία, v. ἑστία. Ἱστιαϊκός, ή, όν, Histiaean, of currency, BCH2.579, 6.51, 35.260 (Delos). ἱστίασις, εως, ἡ, = ἑστίασις, POxy.471.53 (ii A.D.). ἱστιατορία, ἡ, = ἑστ., feast, PTeb.584 (ii A.D.). ἱστιάτωρ, v. ἑστιάτωρ. ἱστιητόριον, and ἰσο-ᾱτόριον, v. ἑστιατόριον.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. de ἱστιάω, ion. c. ἑστιάω;
pl. de ἱστίον.
Greek Monolingual
ἱστία και ἱστίη και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)
βλ. εστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός, βοιωτικός και αρκαδικός παράλλ. τ. του ἑστία. Για την ερμηνεία του ἱ- βλ. λ. εστία].
Frisk Etymological English
-ίη Meaning: hearth
See also: s. ἑστία.
Frisk Etymology German
ἱστία: -ίη
{histía}
Meaning: Herd
See also: s. ἑστία.
Page 1,739