τετράπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetraplevros
|Transliteration C=tetraplevros
|Beta Code=tetra/pleuros
|Beta Code=tetra/pleuros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">four-sided</b>, σχῆμα <span class="bibl">Str.5.1.2</span>; κίων <span class="title">AP</span>9.682; σῶμα Gal.8.894; <b class="b2">facing four ways</b>, τάγμα <span class="bibl">Ael. <span class="title">Tact.</span>36.4</span>, cf. Ascl.<span class="title">Tact.</span>11.6, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>28.4</span>: <b class="b3">τετράπλευρον, τό</b>, <b class="b2">figure with four sides</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mech.</span>848b20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>911b3</span>, <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>165.16</span>; part of Sagittarius, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>25</span>.</span>
|Definition=τετράπλευρον, [[four-sided]], σχῆμα Str.5.1.2; κίων ''AP''9.682; σῶμα Gal.8.894; [[facing four ways]], τάγμα Ael. ''Tact.''36.4, cf. Ascl.''Tact.''11.6, Arr.''Tact.''28.4: [[τετράπλευρον]], τό, [[figure with four sides]], Arist.''Mech.''848b20, ''Pr.''911b3, Apollod.''Poliorc.''165.16; part of Sagittarius, Ptol.''Tetr.''25.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1098.png Seite 1098]] mit vier Seiten, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1098.png Seite 1098]] mit vier Seiten, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πλευρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράπλευρος:''' [[четырехгранный]] ([[κίων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράπλευρος''': [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, [[σχῆμα]] Στράβ. 210˙ [[κίων]] Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, [[σχῆμα]] ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.
|lstext='''τετράπλευρος''': [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, [[σχῆμα]] Στράβ. 210˙ [[κίων]] Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, [[σχῆμα]] ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πλευρά]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, -ο / [[τετράπλευρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές («[[τετράπλευρος]] [[κίων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τετράπλευρο]](<i>ν</i>)<br />[[πολύγωνο]] που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλήρες [[τετράπλευρο]]»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σχήμα]] που ορίζεται από [[τέσσερεις]] συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές<br />β) «κορυφές του τετραπλεύρου»<br /><b>μαθημ.</b> τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου<br />γ) «[[τετράπλευρο]] [[λόβιο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λόβιο]] του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου [[κατά]] την άνω [[μοίρα]] του το οποίο αποτελεί το [[κέντρο]] της μυϊκής αίσθησης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προσβλέπει [[προς]] [[τέσσερεις]] κατευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>πλευρος</i>].
|mltxt=η, -ο / [[τετράπλευρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές («[[τετράπλευρος]] [[κίων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τετράπλευρο]](<i>ν</i>)<br />[[πολύγωνο]] που έχει [[τέσσερεις]] πλευρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλήρες [[τετράπλευρο]]»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σχήμα]] που ορίζεται από [[τέσσερεις]] συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές<br />β) «κορυφές του τετραπλεύρου»<br /><b>μαθημ.</b> τα έξι [[σημεία]] στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου<br />γ) «[[τετράπλευρο]] [[λόβιο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λόβιο]] του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου [[κατά]] την άνω [[μοίρα]] του το οποίο αποτελεί το [[κέντρο]] της μυϊκής αίσθησης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προσβλέπει [[προς]] [[τέσσερεις]] κατευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. [[ἑξάπλευρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράπλευρος:''' [ᾰ], -ον ([[πλευρόν]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] πλευρές, σε Ανθ.
|lsmtext='''τετράπλευρος:''' [ᾰ], -ον ([[πλευρόν]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] πλευρές, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράπλευρος:''' четырехгранный ([[κίων]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-˘πλευρος, ον, [[πλευρόν]]<br />[[four]]-[[sided]], Anth.
|mdlsjtxt=τετρά-˘πλευρος, ον, [[πλευρόν]]<br />[[four]]-[[sided]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλευρος Medium diacritics: τετράπλευρος Low diacritics: τετράπλευρος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: tetrápleuros Transliteration B: tetrapleuros Transliteration C: tetraplevros Beta Code: tetra/pleuros

English (LSJ)

τετράπλευρον, four-sided, σχῆμα Str.5.1.2; κίων AP9.682; σῶμα Gal.8.894; facing four ways, τάγμα Ael. Tact.36.4, cf. Ascl.Tact.11.6, Arr.Tact.28.4: τετράπλευρον, τό, figure with four sides, Arist.Mech.848b20, Pr.911b3, Apollod.Poliorc.165.16; part of Sagittarius, Ptol.Tetr.25.

German (Pape)

[Seite 1098] mit vier Seiten, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.
Étymologie: τέσσαρες, πλευρά.

Russian (Dvoretsky)

τετράπλευρος: четырехгранный (κίων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπλευρος: [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, σχῆμα Στράβ. 210˙ κίων Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, σχῆμα ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.

Greek Monolingual

η, -ο / τετράπλευρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν)
πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές
νεοελλ.
φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο»
μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερεις συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές
β) «κορυφές του τετραπλεύρου»
μαθημ. τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου
γ) «τετράπλευρο λόβιο»
ανατ. λόβιο του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου κατά την άνω μοίρα του το οποίο αποτελεί το κέντρο της μυϊκής αίσθησης
αρχ.
αυτός που προσβλέπει προς τέσσερεις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ἑξάπλευρος].

Greek Monotonic

τετράπλευρος: [ᾰ], -ον (πλευρόν), αυτός που έχει τέσσερις πλευρές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τετρά-˘πλευρος, ον, πλευρόν
four-sided, Anth.