κατασπιλάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataspilazo | |Transliteration C=kataspilazo | ||
|Beta Code=kataspila/zw | |Beta Code=kataspila/zw | ||
|Definition=( | |Definition=([[σπιλάς]] B)<br><span class="bld">A</span> [[spot]], [[stain]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> = [[κατακρύπτω]], Anon. ap. ''EM''495.42.<br><span class="bld">II</span> ([[σπιλάς]] C) [[swoop down upon]], as a sudden storm, Ph.''Fr.''28 H., Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[κατεσπίλασεν]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασπῐλάζω''': σπίλους [[καταχέω]], κηλιδώνω, «λερώνω», τινός, Ἡσύχ. ΙΙ. [[ἐπέρχομαι]] ἀπροσδοκήτως, ἐπιφαίνομαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σπιλάδων, δηλ. ὑφάλων πετρῶν, αἵτινες ὑπὸ ὕδατος καλυπτόμενοι τοῖς ἀπροόπτως προσπελάζουσι κίνδυνον ἐπιφέρουσιν, Μ. Ἐτυμ. σ. 495. 42, (σπιλὰς) Κύριλλ. | |lstext='''κατασπῐλάζω''': σπίλους [[καταχέω]], κηλιδώνω, «λερώνω», τινός, Ἡσύχ. ΙΙ. [[ἐπέρχομαι]] ἀπροσδοκήτως, ἐπιφαίνομαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σπιλάδων, δηλ. ὑφάλων πετρῶν, αἵτινες ὑπὸ ὕδατος καλυπτόμενοι τοῖς ἀπροόπτως προσπελάζουσι κίνδυνον ἐπιφέρουσιν, Μ. Ἐτυμ. σ. 495. 42, (σπιλὰς) Κύριλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατασπιλάζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[κηλιδώνω]], [[λερώνω]]<br /><b>2.</b> [[κατακρύπτω]]<br /><b>3.</b> [[εφορμώ]] βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατάσπιλος]]. Η σημ. «[[κηλιδώνω]], [[λερώνω]]» εξελίχθηκε σε «[[εφορμώ]] βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «[[μαύρισμα]]» του ουρανού [[κατά]] την ώρα της θύελλας]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
(σπιλάς B)
A spot, stain, Hsch.
2 = κατακρύπτω, Anon. ap. EM495.42.
II (σπιλάς C) swoop down upon, as a sudden storm, Ph.Fr.28 H., Suid. s.v. κατεσπίλασεν.
German (Pape)
[Seite 1380] beflecken, Hesych. erkl. μολύνω. – Unvermuthet überfallen, Suid., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπῐλάζω: σπίλους καταχέω, κηλιδώνω, «λερώνω», τινός, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐπέρχομαι ἀπροσδοκήτως, ἐπιφαίνομαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σπιλάδων, δηλ. ὑφάλων πετρῶν, αἵτινες ὑπὸ ὕδατος καλυπτόμενοι τοῖς ἀπροόπτως προσπελάζουσι κίνδυνον ἐπιφέρουσιν, Μ. Ἐτυμ. σ. 495. 42, (σπιλὰς) Κύριλλ.
Greek Monolingual
κατασπιλάζω (AM)
1. κηλιδώνω, λερώνω
2. κατακρύπτω
3. εφορμώ βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» του ουρανού κατά την ώρα της θύελλας].