τραπεζεύς: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trapezeys
|Transliteration C=trapezeys
|Beta Code=trapezeu/s
|Beta Code=trapezeu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[at]], [[of a table]], in Hom. always <b class="b3">κύνες τραπεζῆες</b> dogs <b class="b2">fed from their master's table</b>, <span class="bibl">Il.22.69</span>, <span class="bibl">23.173</span>, <span class="bibl">Od.17.309</span>:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. τραπεζίτης 111. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[parasite]], Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.<span class="bibl">3</span>.</span>
|Definition=-έως, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[at a table]], [[of a table]], in Hom. always <b class="b3">κύνες τραπεζῆες</b> dogs [[fed from their master's table]], Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. [[τραπεζίτης]] III.<br><span class="bld">II</span> [[parasite]], Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui vit de la table de qqn ; [[κύων]] [[τραπεζεύς]] IL, OD chien domestique ; <i>abs.</i> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰπεζεύς:''' έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).<br />έως ὁ [[прихлебатель]], [[парасит]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰπεζεύς''': έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. [[παράσιτος]], Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.
|lstext='''τρᾰπεζεύς''': έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. [[παράσιτος]], Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui vit de la table de qqn ; [[κύων]] [[τραπεζεύς]] IL, OD chien domestique ; <i>abs.</i> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στον Όμ.) ([[κυρίως]] με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην [[τράπεζα]], στο [[τραπέζι]] («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το [[τραπέζι]], από τα φαγητά τών κυρίων τους, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ομοτράπεζος]], [[σύνδειπνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ζει εις [[βάρος]] άλλου απομυζώντας τον, [[παράσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χυτρ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στον Όμ.) ([[κυρίως]] με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην [[τράπεζα]], στο [[τραπέζι]] («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το [[τραπέζι]], από τα φαγητά τών κυρίων τους, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ομοτράπεζος]], [[σύνδειπνος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ζει εις [[βάρος]] άλλου απομυζώντας τον, [[παράσιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[χυτρεύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰπεζεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο [[τραπέζι]] ή αυτός που ανήκει σε αυτό, <i>κύνες τραπεζῆες</i> (Ιων. αντί <i>τραπεζεῖς</i>), οι σκύλοι που τρέφονται από το [[τραπέζι]] του κυρίου τους, σε Όμηρ.
|lsmtext='''τρᾰπεζεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο [[τραπέζι]] ή αυτός που ανήκει σε αυτό, <i>κύνες τραπεζῆες</i> (Ιων. αντί <i>τραπεζεῖς</i>), οι σκύλοι που τρέφονται από το [[τραπέζι]] του κυρίου τους, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰπεζεύς:''' έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).<br />έως ὁ прихлебатель, парасит Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from [[τράπεζα]]<br />at, of a [[table]], κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from [[their]] [[master]]'s [[table]], Hom.
|mdlsjtxt=τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from [[τράπεζα]]<br />at, of a [[table]], κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from [[their]] [[master]]'s [[table]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραπεζεύς Medium diacritics: τραπεζεύς Low diacritics: τραπεζεύς Capitals: ΤΡΑΠΕΖΕΥΣ
Transliteration A: trapezeús Transliteration B: trapezeus Transliteration C: trapezeys Beta Code: trapezeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A at a table, of a table, in Hom. always κύνες τραπεζῆες dogs fed from their master's table, Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. τραπεζίτης III.
II parasite, Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.3.

German (Pape)

[Seite 1134] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui vit de la table de qqn ; κύων τραπεζεύς IL, OD chien domestique ; abs. parasite.
Étymologie: τράπεζα.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζεύς: έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).
έως ὁ прихлебатель, парасит Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζεύς: έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. παράσιτος, Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.

English (Autenrieth)

ῆος: belonging to the table; κύνες, ‘table-dogs,’ i. e. fed from the table, cf. ‘lap-dog.’

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.)
2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος
3. αυτός που ζει εις βάρος άλλου απομυζώντας τον, παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρεύς)].

Greek Monotonic

τρᾰπεζεύς: -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τραπέζι ή αυτός που ανήκει σε αυτό, κύνες τραπεζῆες (Ιων. αντί τραπεζεῖς), οι σκύλοι που τρέφονται από το τραπέζι του κυρίου τους, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from τράπεζα
at, of a table, κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from their master's table, Hom.