ἀνάσχεσις: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaschesis | |Transliteration C=anaschesis | ||
|Beta Code=a)na/sxesis | |Beta Code=a)na/sxesis | ||
|Definition=εως, ἡ, (ἀνέχομαι) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[ἀνέχομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[holding up]], [[lifting up]], [[προβοσκίδος]], of an elephant, Plu.2.972b.<br><span class="bld">2</span> [[holding in suspense]], τῶν δεινῶν Id.''Num.''13.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἀ. ἡλίου</b> [[rising]] of the sun, Arist.''Mu.''393b2(pl.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[lever du soleil]];<br /><b>2</b> suspension <i>ou</i> cessation (d'un fléau).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[lever du soleil]];<br /><b>2</b> [[suspension]] <i>ou</i> cessation (d'un fléau).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνάσχεσις:''' -εως, ἡ (ἀνέχομαι), [[ανοχή]], [[εγκαρτέρηση]], | |lsmtext='''ἀνάσχεσις:''' -εως, ἡ (ἀνέχομαι), [[ανοχή]], [[εγκαρτέρηση]], τῶν δεινῶν, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἀνοχή]], καρτέρηση). Ἀπό τό [[ἀνέχω]] ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις [[ἀνοχή]], [[ἀνοχεύς]], [[ἀνεκτός]] (=ὑποφερτός), [[ἀνεκτέος]], [[ἀνεκτικός]], [[ἀνασχετός]] (=ὑποφερτός). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἔχω]]. | |mantxt=(=[[ἀνοχή]], [[καρτέρηση]]). Ἀπό τό [[ἀνέχω]] ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις [[ἀνοχή]], [[ἀνοχεύς]], [[ἀνεκτός]] (=[[ὑποφερτός]]), [[ἀνεκτέος]], [[ἀνεκτικός]], [[ἀνασχετός]] (=[[ὑποφερτός]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἔχω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀνέχομαι)
A holding up, lifting up, προβοσκίδος, of an elephant, Plu.2.972b.
2 holding in suspense, τῶν δεινῶν Id.Num.13.
3 ἀ. ἡλίου rising of the sun, Arist.Mu.393b2(pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 salida ἡλίου Arist.Mu.393b2
•elevación προβοσκίδος Plu.2.972b.
2 suspensión τῶν δεινῶν Plu.Num.13.
German (Pape)
[Seite 210] ἡ, 1) das sich Erheben, ἡλίου, Sonnenaufgang, Arist. mund. 3, 10. – 2) das Ertragen, Dulden, Plut. Num. 13 τῶν δεινῶν.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 lever du soleil;
2 suspension ou cessation (d'un fléau).
Étymologie: ἀνέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάσχεσις: εως ἡ
1 поднятие (χειρός Plut. - v.l.);
2 восход (τοῦ ἡλίου Arst.);
3 устранение, прекращение (τῶν δεινῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσχεσις: -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, ἀνοχή, καρτέρησις, τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. ἀνατολή, ἀνοχή.
Greek Monotonic
ἀνάσχεσις: -εως, ἡ (ἀνέχομαι), ανοχή, εγκαρτέρηση, τῶν δεινῶν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[ἀνέχομαι]
a taking on oneself, endurance, τῶν δεινῶν Plut.
Mantoulidis Etymological
(=ἀνοχή, καρτέρηση). Ἀπό τό ἀνέχω ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις ἀνοχή, ἀνοχεύς, ἀνεκτός (=ὑποφερτός), ἀνεκτέος, ἀνεκτικός, ἀνασχετός (=ὑποφερτός). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.