κυδιάνειρα: Difference between revisions

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kydianeira
|Transliteration C=kydianeira
|Beta Code=kudia/neira
|Beta Code=kudia/neira
|Definition=[<b class="b3">ᾰν], ἡ,</b> (κῦδος) fem.Adj. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bringing men glory]] or [[renown]], Homeric [[epithet]] of [[μάχη]], <span class="bibl">Il.4.225</span>, al.; once of the [[ἀγορή]], <span class="bibl">1.490</span>; of [[Φύσις]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>10.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[glorified by men]], [[famous for men]], Σπάρτα <span class="title">APl.</span>1.1 (Damag.).</span>
|Definition=[ᾰν], ἡ, ([[κῦδος]]) fem.Adj.<br><span class="bld">A</span> [[bringing men glory]] or [[renown]], Homeric [[epithet]] of [[μάχη]], Il.4.225, al.; once of the [[ἀγορή]], 1.490; of [[Φύσις]], Orph.''H.''10.5.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[glorified by men]], [[famous for men]], Σπάρτα ''APl.''1.1 (Damag.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυδιάνειρα -ας &#91;[[κῦδος]], [[ἀνήρ]]] adj. f., die mannen glans verleent;. μάχη κ. de strijd die mannen glans verleent Il. 4.225.
|elnltext=κυδιάνειρα -ας &#91;[[κῦδος]], [[ἀνήρ]]] adj. f., die mannen glans verleent;. μάχη κ. de strijd die mannen glans verleent Il. 4.225.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδῐάνειρα Medium diacritics: κυδιάνειρα Low diacritics: κυδιάνειρα Capitals: ΚΥΔΙΑΝΕΙΡΑ
Transliteration A: kydiáneira Transliteration B: kydianeira Transliteration C: kydianeira Beta Code: kudia/neira

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ, (κῦδος) fem.Adj.
A bringing men glory or renown, Homeric epithet of μάχη, Il.4.225, al.; once of the ἀγορή, 1.490; of Φύσις, Orph.H.10.5.
II Pass., glorified by men, famous for men, Σπάρτα APl.1.1 (Damag.).

German (Pape)

[Seite 1524] ἡ (das mascul. kommt nicht vor, vgl. βωτιάνειρα, ἀντιάνειρα), den Mann verherrlichend, dem Manne Ruhm bringend; häufiges Beiwort von μάχη, Il. 4, 225 u. sonst; einmal auch ἀγορή, 1, 490; Damaget. 3 (Plan. 1) nennt so auch Sparta, das von Männern verherrlichte, durch Männer berühmt gewordene.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
1 qui rend glorieux;
2 illustre.
Étymologie: κυδιάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδιάνειρα -ας [κῦδος, ἀνήρ] adj. f., die mannen glans verleent;. μάχη κ. de strijd die mannen glans verleent Il. 4.225.

Russian (Dvoretsky)

κῡδῐάνειρα: (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей (μάχη, ἀγορή Hom.).

Spanish

ilustre

Greek Monolingual

κυδιάνειρα, ἡ (Α)
1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες
2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι- (< κῦδος) + -άνειρα (θηλ. του ἀνήρ), πρβλ. βωτιάνειρα].

Greek Monotonic

κῡδιάνειρα: ἡ (κῦδος, ἀνήρ), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει δόξα ή φήμη, τιμή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδιάνειρα: ἡ, (κῦδος) ὡς τὸ ἀντιάνειρα, βωτιάνειρα, κτλ., ὡς ἐξ ἀρσ. εἰς -άνωρ, ἡ εἰς τοὺς ἄνδρας προξενοῦσα δόξαν, ἡ λαμπρύνουσα αὐτοὺς καὶ καθιστῶσα περιφήμους, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ μάχη, Ἰλ. Δ. 255, κτλ.· ἅπαξ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, εἰς ἀγορήν... κυδιάνειραν Α. 490· ἐπὶ τῆς Φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5. ΙΙ. Παθ., δοξασθεὶς ὑπὸ ἀνδρῶν, πεφημισμένος δι’ ἄνδρας, Σπάρτη Ἀνθ. Πλαν. 1. 1.

Middle Liddell

κῡδι-άνειρα, ἡ, κῦδος, ἀνήρ
I. glorifying or ennobling men, bringing them glory or renown, Il.
II. pass. famous for men, Anth.

Léxico de magia

ilustre ref. a Hécate-Selene-Ártemis εὐμενέως εἰσάκουσον, ..., κ. θεά, πολυώνυμε, καλλιγένεια escúchame con benevolencia, diosa ilustre, que tienes muchos nombres, que das una hermosa descendencia P IV 2831