ἐκκρήμναμαι: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkrimnamai | |Transliteration C=ekkrimnamai | ||
|Beta Code=e)kkrh/mnamai | |Beta Code=e)kkrh/mnamai | ||
|Definition=or | |Definition=or [[ἐκκρέμναμαι]], [[ἐκκρίμναμαι]], = [[ἐκκρέμαμαι]], [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Art.''76: c. gen., E.''HF''520; <b class="b3">ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα</b> we [[hang on to]] the doorknocker by the hands, Id.''Ion''1612:—later in Act. part. [[ἐκκρημνάς]] or -κριμνάς [[hanging up]], Iamb.''VP''33.238. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκρήμνᾰμαι:''' досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься (πατρῴων πέπλων Eur.): ῥόπτρων [[χέρας]] ἐ. Eur. браться за дверные ручки. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκκρήμναμαι''': [[ἐκκρέμαμαι]], μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρημνάμεσθα καὶ [[προσεννέπω]] πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων [[ἡδέως]] ἀντέχομαι καὶ [[ἀποχαιρετίζω]] τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 238. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκκρήμναμαι]] (Α)<br />κρεμιέμαι από [[κάπου]], εξαρτιέμαι. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκκρήμναμαι:''' = [[ἐκκρέμαμαι]], με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το [[χερούλι]] της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ἐκκρέμαμαι]],]<br />c. gen., Eur.; ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα we [[hang]] on to the [[door]]-[[handle]] by the hands, Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
or ἐκκρέμναμαι, ἐκκρίμναμαι, = ἐκκρέμαμαι, v.l. in Hp.Art.76: c. gen., E.HF520; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the doorknocker by the hands, Id.Ion1612:—later in Act. part. ἐκκρημνάς or -κριμνάς hanging up, Iamb.VP33.238.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκρήμνᾰμαι: досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься (πατρῴων πέπλων Eur.): ῥόπτρων χέρας ἐ. Eur. браться за дверные ручки.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρήμναμαι: ἐκκρέμαμαι, μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρημνάμεσθα καὶ προσεννέπω πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων ἡδέως ἀντέχομαι καὶ ἀποχαιρετίζω τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - ὡσαύτως ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 238.
Greek Monolingual
ἐκκρήμναμαι (Α)
κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι.
Greek Monotonic
ἐκκρήμναμαι: = ἐκκρέμαμαι, με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το χερούλι της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.
Middle Liddell
= ἐκκρέμαμαι,]
c. gen., Eur.; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the door-handle by the hands, Eur.