συγγηράσκω: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggirasko | |Transliteration C=syggirasko | ||
|Beta Code=sugghra/skw | |Beta Code=sugghra/skw | ||
|Definition=fut. -γηράσομαι | |Definition=fut. -γηράσομαι E.''Fr.''1058: aor. -εγήρᾱσα Alciphr. 2.3:—[[grow old together with]], <b class="b3">γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες]</b> Hdt.3.134; <b class="b3">ἐγώ σ' ἔθρεψα σὺν δὲ γηράναι θέλω</b> (cf. [[γηράσκω]]) A.''Ch.''908, cf. E. [[l.c.]], Isoc.1.7:—pres. συγγηράω Aret. ''CA''1.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συγ- | |elnltext=συγ-γηράσκω samen (met...) oud worden, mee verouderen (met), met dat.: γηράσκοντι ( ''[[sc.]]'' τῷ σώματι ) συγγηράσκουσι ( ''[[sc.]]'' αἱ φρένες ) als het lichaam ouder wordt, verouderen ook de hersenen mee Hdt. 3.134.3. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγγηράσκω:''' μέλ. <i>-γηράσομαι</i>, αόρ. | |lsmtext='''συγγηράσκω:''' μέλ. <i>-γηράσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εγήρᾱσα</i>· γερνώ μαζί με, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -γηράσομαι aor1 -εγήρᾱσα<br />to [[grow]] old [[together]] with, τινί Hdt.; absol., Aesch. | |mdlsjtxt=fut. -γηράσομαι aor1 -εγήρᾱσα<br />to [[grow]] old [[together]] with, τινί Hdt.; absol., Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
fut. -γηράσομαι E.Fr.1058: aor. -εγήρᾱσα Alciphr. 2.3:—grow old together with, γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες] Hdt.3.134; ἐγώ σ' ἔθρεψα σὺν δὲ γηράναι θέλω (cf. γηράσκω) A.Ch.908, cf. E. l.c., Isoc.1.7:—pres. συγγηράω Aret. CA1.5.
German (Pape)
[Seite 961] = Folgdm (s. γηράσκω), γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες, Her. 3, 184, Isocr. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
f. συγγηράσομαι;
vieillir avec.
Étymologie: σύν, γηράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-γηράσκω samen (met...) oud worden, mee verouderen (met), met dat.: γηράσκοντι ( sc. τῷ σώματι ) συγγηράσκουσι ( sc. αἱ φρένες ) als het lichaam ouder wordt, verouderen ook de hersenen mee Hdt. 3.134.3.
Russian (Dvoretsky)
συγγηράσκω: совместно стариться (τινί Aesch., Eur., Isocr.): γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες Her. когда старится тело, то вместе с ним дряхлеют и духовные силы.
Greek (Liddell-Scott)
συγγηράσκω: μέλλ. -γηράσομαι, ἀόρ. -εγήρασα. Γηράσκω ὁμοῦ μετά τινος, γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3, 134· ἐγώ σ’ ἔθρεψα σὺν δὲ γηρᾶναι θέλω (ἴδε ἐν λ. γηράσκω) Αἰσχύλ. Χο. 918 πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 1044, Ἰσοκρ. 2C, καὶ ἴδε συννεάζω· - ὁ ἐνεστ. συγγηράω ἀπαντᾷ ἐν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
γερνώ ταυτόχρονα με άλλον («γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γηράσκω «γερνώ» (< γῆρας, τὸ].
Greek Monotonic
συγγηράσκω: μέλ. -γηράσομαι, αόρ. αʹ -εγήρᾱσα· γερνώ μαζί με, τινί, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. -γηράσομαι aor1 -εγήρᾱσα
to grow old together with, τινί Hdt.; absol., Aesch.