πυλαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pylaios
|Transliteration C=pylaios
|Beta Code=pulai=os
|Beta Code=pulai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[at the gate]] or [[before the gate]], Ἑρμῆς Anon. ap. <span class="bibl">D.L.8.31</span>, Sch. <span class="bibl">Il.2.842</span>; <b class="b3">Πυλαῖος Ὀρθώσιος</b>,= [[Janus Geminus]], Gloss. (v. [[πυλεύς]]). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> ([[Πύλαι]]) [[at Pylae]], [[Δημήτηρ]] ἡ [[Πυλαίη]] <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>40</span>.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[at the gate]] or [[before the gate]], [[Ἑρμῆς]] Anon. ap. D.L.8.31, Sch. Il.2.842; <b class="b3">Πυλαῖος Ὀρθώσιος</b>, = [[Janus Geminus]], ''Glossaria'' (v. [[πυλεύς]]).<br><span class="bld">2</span> ([[Πύλαι]]) [[at Pylae]], [[Δημήτηρ]] ἡ [[Πυλαίη]] Call.''Epigr.''40.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλαῖος Medium diacritics: πυλαῖος Low diacritics: πυλαίος Capitals: ΠΥΛΑΙΟΣ
Transliteration A: pylaîos Transliteration B: pylaios Transliteration C: pylaios Beta Code: pulai=os

English (LSJ)

α, ον,
A at the gate or before the gate, Ἑρμῆς Anon. ap. D.L.8.31, Sch. Il.2.842; Πυλαῖος Ὀρθώσιος, = Janus Geminus, Glossaria (v. πυλεύς).
2 (Πύλαι) at Pylae, ΔημήτηρΠυλαίη Call.Epigr.40.

Greek (Liddell-Scott)

πυλαῖος: (οὐχὶ πύλαιος, Λοβεκ. Παραλ. 341), α, ον, ὁ κατὰ τὴν πύλην ἢ ἔμπροσθεν τῆς πύλης, Ἑρμῆς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 842· πρβλ. προπύλαιος. 2) (Πύλαι) ὁ ἐν Πύλαις, ἐν Θερμοπύλαις, ΔημήτηρΠυλαία Ἀνθ. Π. 13. 25.

Greek Monolingual

-α, -ο / πυλαῖος, -αία, -ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη
νεοελλ.
1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω της οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το έντερο, τη σπλήνα, τη χοληδόχο κύστη και το πάγκρεας ρέει προς το ήπαρ
2. φρ. α) «πυλαία φλέβα» — η μεγάλη φλέβα μέσω της οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τα παραπάνω όργανα ρέει προς το ήπαρ
β) «πυλαία υπέρταση» — η αυξημένη πίεση στην πυλαία φλέβα και στους κλάδους της, η οποία είναι αποτέλεσμα εμποδίων στη φλεβική ροή προς το ήπαρ
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στην πύλη ή μπροστά από την πύλη
2. αυτός που βρίσκεται στις Θερμοπύλες
3. το θηλ. προσωνυμία της Δήμητρος η οποία λατρευόταν στην Ανθήλη τών Θερμοπυλών
4. το θηλ. ως ουσ.πυλαία, ιων. τ. πυλαίη
α) η σύνοδος του αμφικτιονικού συνεδρίου στο ιερό της Δήμητρος στην Ανθήλη τών Θερμοπυλών
β) το αμφικτιονικό συνέδριο
γ) το δικαίωμα συμμετοχής στο αμφικτιονικό συνέδριο με αντιπροσώπους
δ) ο τόπος όπου γινόταν η συγκέντρωση τών αμφικτιόνων
ε) συρροή πλήθους
στ) τόπος, πιθανώς στην Αρκαδία, ο οποίος θεωρούνταν ανεπιθύμητος για τη σπαρτιατική νεολαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη / πύλαι + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πυλαία με τις νεοελλ. του σημασίες «πυλαία φλέβα», «πυλαία υπέρταση» αποτελεί απόδοση τών αγγλ. portal vein και portal hypertension (< λατ. porta «πύλη»)].

Greek Monotonic

πυλαῖος: -α, -ον (Πύλαι), αυτός που βρίσκεται στις Πύλες, στις Θερμοπύλες, σε Ανθ.

Middle Liddell

πυλαῖος, η, ον Πύλαι
at Pylae, Anth.