πλεόνασμα: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonasma | |Transliteration C=pleonasma | ||
|Beta Code=pleo/nasma | |Beta Code=pleo/nasma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[superfluity]], [[LXX]] ''Nu.''31.32; opp. [[ἔνδεια]], A.D.''Synt.''133.14, cf. Gal.16.417; opp. <b class="b3">τὸ ὁλόκληρον</b>, A.D.''Pron.''59.7; [[surplus]] of production, ''PTeb.''78.7 (ii B. C.), 81.27 (pl., ii B. C.); π. γῆς ''Ostr.Bodl.'' i 97 (ii B. C.), cf. ''PTeb.''344 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, Überfluß, Oft-, Vielthun, LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλεόνασμα''': τό, [[περίσσευμα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΑ΄, 32), Ἀπολλών. περὶ Συντ. 137, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[πλεονάζω]]<br /><b>1.</b> αυτό που περισσεύει από κάποια [[ποσότητα]], το πλεονάζον («[[πλεόνασμα]] ισοζυγίου πληρωμών»)<br /><b>2.</b> [[περίσσευμα]] παραγωγής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) <b>(οικον.)</b> η [[ποσότητα]] του αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλεόνασμα]] αποθήκης»<br /><b>(λογιστ.)</b> [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία η [[ποσότητα]] τών καταμετρηθέντων στην [[αποθήκη]] εμπορευμάτων σε δεδομένη χρονική [[στιγμή]] [[είναι]] μεγαλύτερη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού τών εμπορευμάτων [[κατά]] την [[ίδια]] χρονική [[στιγμή]]<br />β) «[[πλεόνασμα]] ταμείου»<br /><b>(λογιστ.)</b> [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία τα [[μετρητά]] του ταμείου [[είναι]] περισσότερα από το χρεωστικό [[υπόλοιπο]] που εμφανίζεται στο [[βιβλίο]] ταμείου<br />γ) «[[πλεόνασμα]] προϋπολογισμού» — η [[υπερτέρηση]] τών εσόδων επί τών δαπανών<br />δ) «[[πλεόνασμα]] εμπορικού ισοζυγίου» — η [[υπερτέρηση]] της αξίας εξαγωγών [[προς]] την [[αξία]] εισαγωγών σε μια δεδομένη χρονική περίοδο<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγάλη]] [[αφθονία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, superfluity, LXX Nu.31.32; opp. ἔνδεια, A.D.Synt.133.14, cf. Gal.16.417; opp. τὸ ὁλόκληρον, A.D.Pron.59.7; surplus of production, PTeb.78.7 (ii B. C.), 81.27 (pl., ii B. C.); π. γῆς Ostr.Bodl. i 97 (ii B. C.), cf. PTeb.344 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 630] τό, Überfluß, Oft-, Vielthun, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πλεόνασμα: τό, περίσσευμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΑ΄, 32), Ἀπολλών. περὶ Συντ. 137, κτλ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πλεονάζω
1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών»)
2. περίσσευμα παραγωγής
νεοελλ.
1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα του αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε
2. φρ. α) «πλεόνασμα αποθήκης»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία η ποσότητα τών καταμετρηθέντων στην αποθήκη εμπορευμάτων σε δεδομένη χρονική στιγμή είναι μεγαλύτερη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού τών εμπορευμάτων κατά την ίδια χρονική στιγμή
β) «πλεόνασμα ταμείου»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία τα μετρητά του ταμείου είναι περισσότερα από το χρεωστικό υπόλοιπο που εμφανίζεται στο βιβλίο ταμείου
γ) «πλεόνασμα προϋπολογισμού» — η υπερτέρηση τών εσόδων επί τών δαπανών
δ) «πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου» — η υπερτέρηση της αξίας εξαγωγών προς την αξία εισαγωγών σε μια δεδομένη χρονική περίοδο
αρχ.
μεγάλη αφθονία.